ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ "ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΠΤΗΣΗ", ΕΚΔ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ, ΑΘΗΝΑ 2011
---------------------------------------------------------------------------
«ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΠΤΗΣΗ» ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ
Ο Κώστας Ευαγγελάτος δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις για τον ίδιο και το έργο του. Από τα πρώτα του εφηβικά φτερουγίσματα έγινε πασίγνωστος και δεκτός, απ’ ολόκληρο τον ανάλογο καλλιτεχνικό κόσμο. Η ποιότητα της εργασίας του τον ανέδειξε έγκαιρα σ’ έναν από τους πιο εξαιρετικούς σύγχρονους δημιουργούς. Για’ τούτο και κάθε καινούργια εργασία του δεν μας εκπλήσσει… Αντίθετα , την περιμένουμε και τη δεχόμαστε με αγάπη. Το ποιητικό έργο του Κώστα Ευαγγελάτου είναι σύνθετο. Αποτελείται πάντα- ή σχεδόν πάντα- από στίχο και ζωγραφιά. Κάθε σελίδα της συλλογής του « Εγκάρσια πτήση», εκδόσεις Απόπειρα, έχει τόσα να δώσει και να πει… Εγγίζει χορδές μυστικές της καρδιάς και της ψυχής και φέρνει στην επιφάνεια θύμησες που εθεωρούντο λησμονημένες ή απλά κοιμισμένες. Λέμε πάντα ότι πολλοί ποιητές μας ζωγραφίζουν συγχρόνως με την ποιητική τους δημιουργία. Το βλέπουμε άλλωστε αυτό έντονα στο Γιάννη Ρίτσο. Το ωραίο στην περίπτωση είναι ότι ο καθένας δίνει με το δικό του τρόπο αυτό που επιδιώκει να φέρει στην επιφάνεια. Κι εδώ, ο αγαπητός Κώστας Ευαγγελάτος παρουσιάζει όλη την ευαισθησία που κρύβει βαθιά του. Ο παλμός των στίχων του αγκαλιάζεται αρμονικά με όσα ζωγραφικά σχεδιάσματα διακοσμεί τις σελίδες του. Κάθε φορά που πέφτει εκ νέου η ματιά μας σε κάποιο στίχο του, έχουμε την εντύπωση ότι μας λέει και κάτι καινούργιο, ότι μας στρέφει σε ορίζοντες αλλιώτικους, μακρινούς, απλησίαστους, ονειρικούς. Κάθε φορά ξυπνάει βαθειά μας μια άλλη εικόνα κι αναρωτιόμαστε πώς γίνεται αυτός ο καλλιτέχνης να τα παντρεύει όλα –πράγματα τόσο διαφορετικά- σε λίγες λέξεις… Διαπιστωμένο, πια, ότι έχει ένα δικό του τρόπο, τρυφερό κι ευγενικό, που τον κάνει να ξεχωρίζει. Μας παίρνει απ΄το χέρι και μας οδηγεί στους κόσμους του. Τι να πούμε, λοιπόν; Μα τι άλλο από μιαν ευχή, βγαλμένη απ’ τα βάθη της ψυχής μας, για καλή συνέχιση στον όμορφο δρόμο του, που είναι αγάπη στο συνάνθρωπο και απέραντη προσφορά.
ΡΙΤΑ ΤΣΙΝΤΙΛΗ-ΒΛΗΣΜΑ
Λογοτέχνις, ερευνήτρια
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΜΙΛΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΖΑΧΟΥ
Ο Κώστας Ευαγγελάτος είναι μια πολυδιάστατη προσωπικότητα και κατ΄επέκταση ένας πολυδιάστατος καλλιτέχνης. Εδώ σήμερα θα δούμε τον ποιητή Ευαγγελάτο και θα μιλήσουμε για την νέα ποιητική του συλλογή. Ο ποιητής ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ βουτάει τα χέρια βαθιά στην ψυχή του και τα κρατάει εκεί μέχρι να χρωματιστούν καλά απ αυτή. Έπειτα τα βγάζει, κι έτσι χρωματισμένα όπως είναι, τα πιέζει με δύναμη και οργή σε μια λευκή και ανυποψίαστη κόλλα. Το αποτέλεσμα αυτής της ιεροτελεστίας λέγεται ποίηση. Για να το καταφέρεις αυτό θα πρέπει να πάσχεις από αυτή την ανίατη νόσο. Αν δεν πάσχεις απ’ αυτή, δεν μπορείς να κάνεις ποίηση... Μάταιο... Ο ποιητής γνωρίζει πως ζώντας συνειδητά τον εντατικότερο πόνο, ξέρει ποια ευτυχία και ποια ανακούφιση μπορεί να αισθανθεί. Ξέρει πως και τη βαθύτερη μας μελαγχολία την υψώνουμε πάντοτε και την ζούμε στο χρυσό φως της μικρής μας χαράς. Ξέρει πως κάθε μας επιθυμία και κάθε μας πόθος δεν μπορεί να είναι «νύχτα» ποτέ και πως ουδέποτε πρέπει να νιώσουμε τους εαυτούς μας μηδενισμένους!!! Σκληροί , φορές οι στοίχοι του Κώστα μα η τέχνη απαλά τους μαλακώνει. Μια άλλη εκδοχή ποιητικής γραφής. Έχω την εντύπωση ότι η «ποίηση του Κώστα Ευαγγελάτου» δείχνει καθαρά ότι μπορείς να κινείσαι ποιητικά σε χώρους διαφορετικούς: Έγραψε γι΄αυτόν ο Διδάκτωρ του Ιονίου Πανεπιστημίου ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΜΑΣΑΤΟΣ: «…Στο γύρισμα του 20ου αιώνα, ο Ευαγγελάτος μοιάζει με τον άνθρωπο που έχει χαρτογραφήσει τον πλανήτη γη (ή έτσι νομίζει) σπιθαμή προς σπιθαμή και τώρα αρχίζει να κοιτά ψηλά: κάπου έξω απ΄ τον εαυτό του και τους δορυφόρους του. Η ποιητική του φωνή μοιάζει να θέλει να γίνεται πιο δυνατή –να αντηχήσει εκεί μακριά στον έξω κόσμο και να ξαναγυρίσει σαν αντίλαλος μέσα του, να καταδυθεί στα βάθη των θαλασσών που κρύβει η διαμορφωμένη καλλιτεχνική του περσόνα, και λουσμένη απ’ αυτά τα βάθη- από τη μνήμη , τα βιώματα,τις σταγόνες του εξωτερικού κόσμου που πέφτουν σαν ποιήματα πάνω στο πρόσωπό του. Το ερωτικό στοιχείο είναι συχνά παρόν –συχνά αντικαθίσταται από τη μοναξιά, μα τώρα υπάρχει κι εκείνος ο κόσμος εκεί έξω.
Μέρα σινιάλο ταραχής / Πορεία απελπισμένων. / Βουβή ημέρα θηλασμού / Στα μπράτσα των ανέργων. / Ακούω ακόμα τις κραυγές / Τους κρότους τις σειρήνες / Πέτρες και βόμβες φονικές./ Σπονδή ευλαβική / Σε ηρωικούς πεσόντες./ (από τη Ροπή της μνήμης 1999).
Έχει ύφος η γραφή του ΚΩΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ. Έχει θεματικές πρωτοτυπίες και κάθε ποίημα σχεδόν μια ευρηματική κατάληξη. Ο ρεαλισμός του προκαλεί τον καθωσπρεπισμό μας. «Ευφρόσυνο φως έχει διεισδύσει χρόνια τώρα στην καλή διάθεση του «Μεταξένιου ποιητή» Γιατί, εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα σκληρό κοίτασμα, που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και γρανιτένιοι. «Εγκάρσια πτήση», ονόμασε ο Κώστας Ευαγγελάτος, τη τελευταία του ποιητική συλλογή, που κυκλοφόρησε από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ, το 2011. Η Εγκάρσια πτήση είναι μια ρυθμική σύνοψη της ωριμότητας του ποιητή και συγκινεί ιδιαίτερα με την χαρακτηριστική "εικαστική" εκφραστική γραφή του. Οργώνει ο ποιητής σε «σκοτεινά» χωράφια σπέρνοντας όνειρα αργά-αργά και να που γρήγορα-γρήγορα δόρατα φυτρώνουν! Έχει αναδυθεί στο μέλλον , πάνω σε φλεγόμενα νερά ως να λάμψουν οι λειμώνες της αγάπης. Ακόμα και η αγάπη στο λόγο του ερμηνεύεται με εικαστικούς όρους.
Νύχτα φυτεύεις όνειρα. / Πρωί βλασταίνουν δόρατα. / Κόκκινος αναδύεσαι στο μέλλον. / * Παλιοί νεκροί σου γνέφουν / και σ’ αγκαλιάζουν στοργικά. / Δεν θέλεις να ξυπνήσεις./ * Όραση αχτίνα της αλήθειας / υφαίνει βάτα σε φλεγόμενα νερά / ανάβει πίδακες σε υψίπεδα χιονιού / σκάβει στις τέφρες της ψυχής σου / φωτίζει τους λειμώνες της αγάπης./ * Όλα πενθούν/ στον κήπο της Αγάπης./ Φέτος δεν ήρθαν τα πουλιά.- Το ποίημα «εγκάρσια πτήση» έχει φωνή και μας μιλά. Θαρρώ με τη φωνή του πάθους, της τρυφερότητας και μιας ειλικρίνειας που ξεγυμνώνει. Ένα ποίημα πλημμυρισμένο από έναν καινούριο πονεμένο ερωτισμό.
ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΠΤΗΣΗ.- II. Γράφει με φως. / Φωτογραφίζει ταξίδια ψυχής. / Ο Ζωγράφος / ανάβει/ με το αίμα του το σύμπαν. / Ζωγραφίζει / την αυτόματη ροή / των αισθημάτων. / Σκιαγραφεί / τις νοητές ευθείες των σωμάτων. / Χαράζει / την αέναη ανάπλαση της ύλης. / Τρέχει / στο χάσμα / που η γλώσσα τιθασεύει / μ’ αρχέγονη / σφοδρότητα και πάθος / το άφατο/ και σκοτεινό της γνώσης.
ΙΙΙ. Τρέχεις κι Εσύ τραγουδώντας… / Των απολίδων είμαι θυρεός / κι ο τραγικός της νύχτας σκύλος./ Της μέρας είμ’ ο ίσκιος ο χλωμός / και της αρχαίας γυμνότητας ο φίλος. / Μόνος στο ύψος του βουνού / πόνου ωδές με συνειρμούς συνθέτω / κι αν το κορμί μου άναρχα αποθέτω. / Υπάρχει πάντα η ελπίδα του Θεού. / Εγώ που ψάχνω για δροσιά/ στις μυστικές κοιλότητες των βράχων / και στα αποτυπώματα ευάλωτων πελμάτων / ανθρώπων που εγκάρσια βυθίζονται στη γη. /
VI. Εγκάρσια πτήση / στο απύθμενο του «είναι» / φορτίζει κύτταρα / του σύμπαντος της γνώσης / με καλπασμό αγάπης κυβικής. / Βλέπεις κι Εσύ κατανοώντας…/ Ο κόσμος που ταξίδεψες Υπάρχει./
Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζει.
Ο ποιητής ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ συνεχίζει να ταξιδεύει συνεχίζει να ονειρεύεται, συνεχίζει να δημιουργεί και θα συνεχίσει να Ζει γιατί ο αδυσώπητος, θηριώδης χρόνος δεν συναντήθηκε ακόμα μαζί του και δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί να γίνει στο μέλλον. Τελειώνοντας αυτό το μικρό ταξίδι στο ποιητικό σύμπαν του, θέλω να του αφιερώσω το παρακάτω:
Θα φέγγεις στους αιώνες των αιώνων / αν είναι αληθινό, ποιητή το φως σου./ Και δάφνη αν δεν κοσμεί το μέτωπό σου / και τη δόξα αν δεν γνώρισες των θρόνων. /
Σου πρέπει ο φωτοστέφανος αγώνων / «ανήσυχη ψυχή», που στον εαυτό σου /
έπαθλο τάζεις μονάχα το: υψώσου / πιο πάνω απ’ τα μέτρα των κανόνων/ των ανθρωπίσκων!
Κι αν μερικές φορές της μοχθηρίας / σε πληγώνουν φαρμακωμένα βέλη / θάρθει κι ένα αύριο – τώρα ας μη σε μέλλει. / Το Φοίβο σκληρά αν πλέρωσε ο Μαρσύας / Κώστα αλλάξανε οι καιροί κι’ αντίς η οργή σου, / η απλή συντρίβει περιφρόνησή σου !
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΟΣ,
ΕΚΔΟΤΗΣ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΑΡΑΜΒΑΛΗΣ
« ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΠΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ ΜΕ ΠΛΟΗΓΟ ΤΟ
ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ ΤΗΣ
ΑΦΑΤΗΣ ΖΩΗΣ »
Ο ποιητής, ζωγράφος και διανοητής Κώστας Ευαγγελάτος, όντας
ουρανοδρόμος λαθρεπιβάτης του λεωφορείου των αστεριών, επιστρέφει με μιαν
«Εγκάρσια πτήση», εκδόσεις Απόπειρα στον
ποιητικό χώρο, «εγκαιροφλεγής», εγκαίρως φλεγόμενος δηλαδή, την κατάλληλη ώρα
και διαπύρως εγκεκαυμένος. Η πτήση του
τούτη τη φορά γίνεται εγκάρσια, με μια τομή εξ ολοκλήρου, είτε καθέτως, είτε
πλαγίως δια της εγκαρσίας οδού. Το βέβαιο είναι πως σε τούτη την πτήση, το
πεδίο βολής του βρίσκεται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, και τούτο το ίπτασθαι,
το να πετά δηλαδή κανείς στον αέρα, ομφαλοσκοπεί μέσα σ’ έναν ανοχύρωτο αιώνα
και μιαν άστεγη πόλη, μιαν άλλη πορεία κι ένα άλλο κινητικό ριπίδιο, κραυγή
αγωνίας και φόβου δηλωτικό άλλωστε των συντριμμάτων και των θραυσμάτων οδύνης
που μεταφέρει στα ποιητικά του φορτία μα
ταυτόχρονα ανοίγει κι έναν διάλογο με τον αναγνώστη που μπορεί κάλλιστα να εκφράζει
και τον άλλο του εαυτό, την τραγική διχοστασία και αναζήτηση και προβληματισμό
μέσα σ’ ένα τρίστιχο, αρκούντως συμπυκνωτικό και σφύζον:
Αφού θρηνώ εγώ / γιατί
να κλαίς κι’ Εσύ / που’ χεις πεθάνει;
Ποίηση που αποστάζει τα γνήσια ερωτικά της φορτία μα και την
ιδιόμορφη φυλακή της από την οποία η δίκην αμφίστομης μάχαιρας εκδοχή
δείχνει την ανάμεσα σε θύτη και θύμα σχέση τόσο του χώρου αλλά και την μεγάλη
αλήθεια της πυρίκαυστης σχέσης ανάμεσα στην
αγάπη και τον πόνο:
Εραστής γεύσεων / Γνώστης
δακρύων / Δείκτης παιγνίων / Κριτής και δέσμιος.
Μια αφύλακτη διάβαση, μια κερκόπορτα της ψυχής, ένα τραγικό
οδοιπορικό του ποιητή Κώστα Ευαγγελάτου, Προμηθέα Δεσμώτη που «παφλάζει στο λαβύρινθο της
μνήμης» μ’ ένα είδος και μορφή δίκην αρχαίας τελετής με λέξεις καρφιά ανάκατα
κάποτε ριγμένες, σαν τους χρησμούς κάποιας Πυθίας που αντικατοπτρίζουν
παράλληλα και ακτινογραφούν την ανατομία της σύγχρονης εποχής με το άγχος και
την αγωνία μέσα σε ηφαίστεια κι
εκφοβισμούς, κάθε λογής υπονομεύσεις και διαβρώσεις με μιαν εγκαυστική,
χάραξη του ίδιου του ποιητού διά καύσεως. Ενός ποιητή που μεταναστεύει
μεμονωμένα, διαθέτοντας έναν ευαίσθητο μηχανισμό με μακρές και διαρκείς στάσεις, διαβατήριο με ανεμούρια
αλλά και μαιστράλια και φουρτούνες ψυχής, σπαράγματα και αναγραμματισμούς
ελπίδας « λεπίδας». Η ποίηση του γνωρίζει μεγάλη κινητικότητα, συλλαβίζοντας
γεύσεις, τροφές και αρώματα, γίνεται αισθητικά ηδονική και απίστευτα εκκωφαντική μέσα στης
σιωπής την πιο φλύαρη γλώσσα και τις εκμυστηρεύσεις των μοιραίων που στο λευκό
ταξίδι των παραισθήσεων δίνονται και ψυχορραγούν, κι όπου το τρίπτυχο
ΖΩΗ-ΕΡΩΤΑΣ-ΘΑΝΑΤΟΣ αναχωρεί και επιστρέφει βασανιστικά:
Αναχωρεί η ομορφιά για
το λευκό ταξίδι. / Σκιάδιο του έρωτα τυπώνει στο γρασίδι /
Σώματα αναλφάβητων εφήβων που θρηνούν.
Αυτό το πικρό γράμμα φθοροποιεί τις σχέσεις, κονιορτοποιεί
οράματα, εξοστρακίζει σε τόπους φονικούς τη γνώση, κι ο ποιητής ανάμεσα στη γαλήνη των σεντονιών
και τη διαρκή πτήση θ’ αφήσει το νου και την καρδιά για πάντα κάτω στη γη κι έτσι, όταν κάποια φορά
θα φτάσει στο φεγγάρι όλα θα είναι άδεια, κι αυτή ακόμη η γνώση και η σκόνη της
λήθης θα επικαλύψει τα πάντα, έρμαια,
άψυχα, νεκρά. Ας απολαύσουμε το
σχετικό τετράστιχο που είναι ομοιοκατάληκτα έμμετρο:
Η Σιωπή απλώθηκε-γαλήνη.
/ Ο νους κουρνιάζει στα σεντόνια.
Κι αν πρέπει να πετάς
για χρόνια / απρόσκλητος θα φτάσεις στη σελήνη.
Πρόκειται για μια ποίηση που σε δονεί σύγκορμο και σε
απογειώνει, που επιστρέφει στο δέντρο της ζωής κι άλλοτε πάλι απογειώνεται κι
ανοίγει τη δική της «εγκαταθήκη», το προσωπικό της όρυγμα πάνω στα οχυρωματικά
για προφύλαξη υλικά της σε μια εκτέλεση «ψυχρής ζωής» όπου ο ποιητής
καταγγέλλει το βούλιαγμα στον πυθμένα «με κροκοδείλια δάκρυα».
Κατέχει καλά ν’ ανοίγει την επικοινωνία με τους παλιούς
φίλους που έφυγαν και του παραστέκουν, και τότε δεν θέλει να ξυπνήσει απ’ τ’ όνειρο που σηματοδοτεί κι έναν μικρό θάνατο για ν’
αντικρύσει την υποκρισία των ειδώλων και τη φθορά των ανθρωπίνων σχέσεων. Πρόκειται
για μια ψυχογραφική μαρτυρία ενός κοινού πένθους και αγωνίας της ανθρωπότητας
που γίνεται σιωπηλή διαμαρτυρία και ανάφλεξη τύψεων, ένα ξεσκέπασμα του ολέθρου
και της βίας, μια καταιγιστική ανθοφορία μέσα από μια ερωτική σχέση ενός πηλοφορίου λύτρωσης και έναρξη καινούργιου χρόνου
μετάγγισης των δρώντων και των δρωμένων, του αιτίου και του αιτιατού, του
σημαίνοντος και του σημαινομένου:
Εγκάρσιο βλέμμα τάνυσμα
της γέννας./ Εφύμνια ανάστροφα μαινάδας.
Στο δέρμα του
σκιόφωτος μαρμαρυγές παρθένας. / Σε νεφελόφωτα οργασμών καταιγισμός χαράς.
Ποίηση όπου στους στίχους της απουσιάζει κάποτε οικειοθελώς το ρήμα, σαν κροταλισμοί
πυροβόλου, αλληλοδιαδεχόμενα σκιρτήματα
και καταγραφή συναισθημάτων αλλά και ονείρων που προσλαμβάνουν το περιεχόμενο
και την σημασία της συμπόρευσης μύθου και ιστορίας ή καλύτερα της συνοίκησης
μέσα σε μια- την ίδια πτώση της γενικής που στο τέλος του κάθε στίχου
επενεργούν ως εφαλτήρια εγκαιροφλέκτου βολής στο διάστημα. Τίς παραθέτουμε τις λέξεις στο τέλος των στίχων για του λόγου
το αληθές:«Γέννας, μαινάδας, παρθένας, χαράς».
Κι ακόμη η απουσία του ρήματος κυοφορεί την παρουσία του άχρονου «
δηλαδή στο διηνεκές» του χρόνου, ευχή ταυτόχρονη του ποιητή μέσα σ’ ένα άνυδρο,
σκοτεινό τοπίο όπου νοιώθουμε τους εαυτούς μας επιζώντες από κάποια
κατακλυσμιαία καταστροφή επιζήσαντες.
Το ερωτικό στοιχείο, διαρκώς παρόν στην ποίηση και στη ζωή
του Κώστα Ευαγγελάτου, αλληλένδετα και θραυσματικά, γίνεται το εργαλείο της
διαύγειας και της εξομολογητικής γραφής
όπου και σημείο αναφοράς και σύγκρουσης με το στοιχείο του μίσους ανάμεσα σε
δύο πρόσωπα-εραστές και όψεις του ενός και του αυτού νομίσματος, του θύματος
και του θύτη αλλά και δηλωτικό της αδιάκοπης πάλης και εγκάρσιας πάλης για να
ανατρέξουμε και στον τίτλο της συλλογής όπου η πτήση τροχιοδρομεί εγκαύματα και πληγές που δεν λένε να κλείσουν
εύκολα. Τρείς στίχοι-καρφιά, σπαραχτικές γραφές οδύνης και ηδονής που δονούν τα
ερωτικά σώματα και τις ψυχές των εραστών όντας ταυτόχρονα μια αισθησιακή ποίηση
μεγάλου βεληνεκούς:
Γράφω στο σώμα σου
σινιάλα / γρίφους-καρφιά του έρωτα μας /
σύμβολα του Εγώ μου
που μισείς.
Σπαράγματα του έρωτα και της ψυχής, θρύψαλα μνήμες που
επανέρχονται, ανεπίδοτα γράμματα και διαπιστώσεις εσωτερικής καύσεως. Ο
ποιητής, που σκανάρει χρόνια ευτυχίας, που σηματοδοτεί τους δικούς
του ορίζοντες, που σχηματοποιεί στο προσωπικό του υπολογιστή σε πλήκτρα ζωής
τα απύθμενα κενά, που καταγράφει
αιμάσσοντα « ρήματα, επιφωνήματα και χάδια», που καταγράφει την δική του
τραγική πορεία αλλά και μέρος των απομνημονευμάτων του στους νεκροθάλαμους των ιδανικών του που είναι ταυτόχρονα και
πικρές αλήθειες και συνιστούν βαθιές ομολογίες πόνου μέσα από μιάν ερωτική
έξαψη και επιθυμία κι όπου το υδάτινο στοιχείο, παντού παρόν άλλωστε σ’ όλη την
ποιητική του πορεία συμβαδίζει με κοινή πορεία και σηματολόγιο με τον έντονο
πόθο, το πάθος και την ακραία αναζήτηση και τέμνει εγκάρσια την ανθρώπινη
ύπαρξη και τελικά την ίδια τη ζωή:
Διάβηκα τόσους
ποταμούς / όσους ο πόθος θέλει
να σβήσει από την
έξαψη / που καίει τους ζωντανούς.
Τούτη η ποιητική συλλογή του Κώστα Ευαγγελάτου είναι μια
άλλη εκφραστική και εγκαυστική όπως τονίσαμε προηγουμένως. Είναι πιο διάφανη,
πιο διαπεραστική, πιο ακραία ίσως αλλά και πιο αποκαλυπτική και πιο «ολητική». Οι
λέξεις είναι καίριες, κι ακόμη ακινητοποιεί το χρόνο και το χώρο, ενώ παράλληλα
ενώνει το στενό κλειστό δωμάτιο με τον ουράνιο θόλο, με το τελευταίο πλοίο της
γραμμής, που μπορεί κάποτε να είναι κι ένα μικρό, ταπεινό και εγκαιροφλεγές
τσιγάρο, διαβατήριο αθανασίας και
παράλληλα ακυρωμένο εισιτήριο μετάβασης:
Θολή πανσέληνος. / Κοιτώ
στα ταβάνια / σχήματα άχαρου καπνού
απ’ το στερνό
τσιγάρο…..
«Εγκάρσια πτήση», ένα αλλοιώτικο ημερολόγιο καταστρώματος
για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη, σημείο συνάντησης αλλά και αναμέτρησης με
το επέκεινα, μια «μετάγγιση της θλίψης» μέσα από ένα ξεχασμένο μπρελόκ του
αγαπημένου προσώπου που δεν κράτησε την υπόσχεση του κι εγκατέλειψε. Κι αυτό αντηχεί σαν ρεφρέν, επαναλαμβανόμενο δηλαδή
τραγούδι, σαν σημείο εκτέλεσης. Μια ποίηση που δε φωνασκεί αλλά κραυγάζει με τα υπόγεια σεισμική φορτία
που εμπερικλείει, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει ανεπανάληπτα μιαν άλλη ζωή κι έναν
άλλο θάνατο, ή καλύτερα, πολλές μικρές ζωές και πολλούς μικρούς θανάτους σε
ριπές ματιών, αγγίγματα σωμάτων, παφλασμούς συναισθημάτων και πόθων και τραγικά
αδυσώπητες διαγραφές «άπονα, ψυχρά, συντριπτικά»:
Μ’ ένα delete σβήνεις εικόνες. / Φωτογραφίες
χαράς σε τόπο ξένο.
Το μυαλό μολύβι
φορτωμένο. / Η μνήμη δρέπει λάφυρα
κοιτώνες.
Γυρνάς σε πόλεις
πανδαιμόνιου ηδονής / στις μυστικές
στοές των κολασμένων.
Πλανιέσαι σε κελιά φυλακισμένων / με άσβεστο το φως της
προσμονής.
Έτσι λοιπόν , ο ποιητής Κώστας Ευαγγελάτος, πορεύεται έχοντας κάτι απ’ τη γύμνια- αθωότητα του
φεγγαριού-, «καλπάζοντας στα λιβάδια της βροχής», ακέραιος, ανόθευτος, μόνος
δίχως να παραιτείται, δίχως δηλαδή την ηθελημένη αποθάρρυνση και οι στίχοι του
είναι «γραφή ωδής λιμάνι» έχουν χαρακτήρα ελεγειακό, άσμα θρηνητικό και
μεταγγιστικό του πόνου των ανθρώπων και των πραγμάτων για να θυμηθούμε τον
Καρυωτάκη, «φωτογραφίζοντας ταξίδια
ψυχής» αλλά και σκιαγραφώντας τις νοητές ευθείες των σωμάτων, χαράζοντας με τη
δική του γραφίδα ανεξίτηλα, στιγμές που προσδίδουν διάρκεια, διαφάνεια και φως
αρνούμενος να συμβιβαστεί με τα ευτελή, μη λησμονώντας την άλλη του διάσταση
αυτήν του ζωγράφου καίρια και αφοπλιστικά , διαθέτοντας διπλή τροφοδοσία στο δισάκι του ζωοδότρα πνοή και καταλύτρα
μορφή:
Ο ζωγράφος / ανάβει / με το αίμα του το σύμπαν / Ζωγραφίζει
την αυτόματη ροή / των
αισθημάτων…
Τρέχει / στο χάσμα /
που η γλώσσα τιθασεύει / μ’ αρχέγονη / σφοδρότητα και πάθος /
το άφατο / και σκοτεινό της γνώσης.
Το υποδόριο πάθος,
αυτή η ζωογόνος ιερή μανία που δονεί τον δημιουργό γίνεται πνοή, χρώμα, εικόνα,
λόγος, σηματοδοτεί τις εκφραστικές συνιστώσες, καταλαγιάζει και μορφοποιεί το
γνήσιο φορτίο ενέργειας , αλλά και
εγκάρσιας πτήσης που τον φλογίζει και τον δονεί. Μια μελέτη
με ποιητικό ένδυμα της ηδονής και της οδύνης, ένα λυρικό οδοιπορικό
αισθημάτων και αισθήσεων, μια καταγραφή των σκηνών, των συμβόλων, των
παραστάσεων, των ήχων της σιωπής, ένας διαρκώς κινούμενος αιώνιος νέος, ανάμεσα στων αστεριών την ιριδένια σήψη και το γαλάζιο φως της αφθαρσίας.
Μια ποίηση με βομβαρδισμένο πεδίο βολής, πιστή αναπαράσταση της τραγικότητας
της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και ιδιαίτερα των δύσκολων στιγμών της ανθρωπότητας
με τα απόβλητα, τα πάσης λογής λύματα, τις συρράξεις, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης,
τις εμφύλιες διαμάχες. Ενας ποιητής που αφουγκράζεται τα βογγητά και τα
μοιρολόγια των μανάδων, τον ξερριζωμό
και τα καραβάνια των προσφύγων, την ανθρώπινη μοναξιά και την εγκατάλειψη του
ερωτικού συντρόφου, και μέσω αυτής
ακριβώς της ατομικής του συντριβής γίνεται συμμέτοχος του κοινού πόνου
και της οδύνης που δε γνωρίζει σύνορα και φραγμούς, μ’ ελπίδα όμως, που
ξαγρυπνά στο προσκεφάλι του πόνου και με μια διαρκή επιφυλακή κι επαγρύπνηση
σαν Διογένης του καιρού του, και που κάποτε διαπιστώνει πως δεν αρκεί μονάχα
μια εγκάρσια πτήση αλλά και αναζήτηση των ανθρώπων που εγκάρσια βυθίζονται στη
γη, με τη βοήθεια της υπέρτατης δύναμης.
Μόνος στο ύψος του βουνού / πόνου ωδές με
συνειρμούς συνθέτω /
κι αν το κορμί μου
άναρχα αποθέτω / Υπάρχει πάντα η ελπίδα του θεού.
Εγώ που ψάχνω για
δροσιά / στις μυστικές κοιλότητες των βράχων /
και στα αποτυπώματα
ευάλωτων πελμάτων / ανθρώπων που εγκάρσια βυθίζονται στη γη .
Ή αλλοιώς , κάνει
πράξη τη ρήση του Μακρυγιάννη: « Είμαστε από το Εγώ στο Εμείς». Θα έρθει όμως
κάποτε και η ώρα που ο ποιητής-ταξιδευτής θα κάνει τον
απολογισμό του «Πού άραγε ταξίδεψες απόψε; / Πώς ερωτεύτηκες με άναρχη ορμή;».
Τα πάντα θολώνουν και γκριζάρουν, η νύχτα κουβαλά ένα φορτίο θανάτου μέσα της,
όμως πόρτες σιδερόφρακτες υψώνονται και μέσα τους εγκλωβισμένος ο ίδιος-ο
άνθρωπος μέσα στην τραγικότητα των στιγμών της ανθρώπινης ύπαρξης κι όμως παρ’
όλα αυτά τρέχει «με καλπασμό αγάπης κυβικής» σ’ ένα άνυδρο πεδίο βολής. Η
«Εγκάρσια πτήση» του Κώστα Ευαγγελάτου θα
τον κάνει να νοιώσει τη γνώση και το σύμπαν, να δει με φώτα ολόφωτα το
επέκεινα, να νοιώσει, να κατανοήσει και στο τέλος να πιστέψει και να
διατρανώσει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του πως τελικά ναι:
Ο κόσμος που ταξίδεψες
Υπάρχει. / Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζει.
Αυτό είναι και το νόημα και το μήνυμα τούτης της ποιητικής
κατάθεσης. Το μαβί φαράγγι της αβύσσου και του χάους, υπάρχει τρόπος να το
υπερβείς. Τούτη η υπέρβαση δεν συνιστά απόδραση ούτε υπεκφυγή αλλ’ αντίθετα καταφυγή και τρόπο ζωής και εξόδου
από την ακινησία και τη λιμνάζουσα σήψη
τούτων των δύσκολων καιρών. Μια συντελεσθείσα και όχι απλώς απόπειρα εξόδου για
να μπορείς να γλυτώσεις. Κι αυτό γιατί όπως γράφει ο ίδιος σε ένα καίριο αλληγορικά τρίστιχο: « Στερεό ή υγρό /
το έδεσμα / δεν κάνει για αερικά». Είναι μια κραυγή πένθους και απόγνωσης μια και : «Όλα πενθούν στον κήπο της Αγάπης /
Φέτος δεν ήρθαν τα πουλιά», όμως παράλληλα πλάι στην ελεγεία ο ποιητής «σερφάρει
στον Μεσαίωνα, ακούει Φωρέ και Σούμπερτ,
κοιμάται με τ’ αγάλματα». Κι ακόμη
εξυμνεί το κάλλος του ερωτικού συντρόφου με την υπέρβαση και την επέλευση του
θαύματος: «Η ομορφιά σου / ακατέργαστο πετράδι. / Λάμπει στη γη / και φέγγει ο
Άδης». Τούτα τα φωτερά σκοτάδια της
όρασης γίνονται σε τέλεια συναρμογή με τη φωνή, τη συνείδηση, την αλήθεια, τις παύσεις, είναι ταυτόχρονα υπόηχοι της συνείδησης που συναντούν τους υπέρηχους
της θέλησης, ένα ορυχείο της μνήμης και των αισθήσεων, που φέρνει κοντά
στην παρουσία της απουσίας το αγαπημένο πρόσωπο και που κάνει το παράλογο
λογικό. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε την άποψη πως αρκετά στοιχεία από το έργο
του Αλμπέρ Καμύ συνυπάρχουν και συνοικούν στο έργο του και προπάντων η ρήση του «Όλοι είμαστε ξένοι ο ένας με τον
άλλο», την παραμόρφωση των λέξεων και το μέγεθος της ανθρώπινης υποκρισίας.
Στην πρώτη ενότητα της Εγκάρσιας
πτήσης, που έχει σαν τίτλο «23 graffiti ψυχών» κάθε μικρό ποίημα νοείται με ξεχωριστή
αυτοτέλεια κι αυθυπαρξία αλλά συγχρόνως ανήκει σε όλο το corpus της ενότητας με κοινές συνιστώσες
την ερωτικότητα και ροικότητα του λόγου,
τα τραγικά υπαρξιακά ερωτήματα, την διάσταση των ανθρωπίνων σχέσεων, την
μοναξιά του ανθρώπινου όντος , τ’ αμφιλεγόμενα πεδία ανάμεσα στο ψέμα και την
αλήθεια, το στοιχείο του πόνου ως
εργαλείο προσωπικής αναζήτησης. Τρεις ή και περισσότεροι στίχοι, αρκούν να μας
ταξιδέψουν κι ακολουθούν τα επί μέρους με έντιτλα ποιήματα, τα οποία όπως το Τραγούδι, Χαίρε, Ρεφρέν, που
επικεντρώνουν στο καθ’ έκαστον ζητούμενο την οπτική γωνία θέασης. Η Ρυθμική σύνοψη αποτελείται από
δεκαπέντε τετράστιχα στα οποία ο ποιητής ξαναγυρνά στον ομοιοκατάληκτο λόγο
συνοψίζοντας με θυμικούς τόνους την τραγική και αιμάσουσα οδοιπορία του σε μικρά στιγμιότυπα τόσο αισθησιακά όσο και
εσωτερικών αναζητήσεων και κραδασμών πάνω στο λαβύρινθο της μνήμης και των
πράξεων ή παραλείψεων συνακόλουθα, «συλλέγοντας σε κάνιστρα σπόρους γνώσης»
αλλά και σπαράγματα ερωτικών απογοητεύσεων, θλίψης και απομόνωσης αλλά και δύναμης και θριάμβου και αγάπης:
Στον εφιάλτη τρέχουν
άσπροι σκύλοι / νοιώθεις στην πλάτη το μαχαίρι.
Ξάφνου σε πιάνει από
το χέρι / Κι όλα θαυματουργά τελειώνουν.
Είναι αυτή άλλη μια παράμετρος της ποιητικής του Κώστα
Ευαγγελάτου που ανανεώνει τις εκφραστικές του δυνατότητες και διευρύνει το χώρο
και το χρόνο, με νέους κώδικες γραφής όπου προπάντων και κυρίως η ατομική
περιπέτεια γίνεται ταυτόχρονα σημείο κοινής αποδοχής του συνόλου. Οι Διαπιστώσεις
Ι, ΙΙ και ΙΙΙ είναι σημεία ευτυχών
και δυστυχών καταστάσεων, ενώ τα τρία ποιήματα που ακολουθούν Αιγαίο, Αδριατική και Ες Τήνον, εμπεριέχουν όλη αυτή τη
φρεσκάδα και της φύσης και της ανάτασης κι αφ’ ετέρου των προσωπικών
στιγμών-βιωμάτων και καταγραφών του δημιουργού αφ’ ενός της δροσιάς και του αφρού κι αφ’ ετέρου του κύματος και
της ομίχλης της εναλλαγής των ψυχικών καταστάσεων, την μετάγγιση των ειδώλων
μιας πανσελήνου, τα ρεύματα σκόνης και τις μικρές οντότητες θαυμάτων που
ριπίζουν τα γλυπτά ονόματα και τις ακανθώδεις υφάνσεις, την ανένδοτη νιότη και
«τις ανάσες που ψεκάζουν ηδονή», το σώμα το ίδιο του καλοκαιριού και το ερωτικό
σώμα προσκλητήριο, τις ανάκατες στριγκλιές των παιδιών, τα τατουάζ, τα μπαρ,
τους ναύτες που φλερτάρουν, εικόνες ολοζώντανες, μια επί τα βελτίω μετάπτωση
της ψυχής. Στο ποίημα L’automne a Paris, υπάρχει
διάχυτο το κλίμα των παρισινών μπουλβάρ,
της φθοράς με τις σαθρές ελπίδες των τουριστών, το μάταιο, στα θολά νερά του
Σηκουάνα, τις ορδές των σκλαβο-υπήκοων που αλώνουν την Μονμάρτη. Ένα άλλο
πρόσωπο της παρισινής πόλης πίσω από την περιφερόμενη και διαφημιζόμενη βιτρίνα
της, πλάι στα παλάτια και τις φάτνες των κύκνων, τις πυραμίδες των γρίφων και
τα μπιζού της νιότης μ’ άλλα λόγια την decadence, το φαινόμενο της παρακμής που όλα μοιάζουν μπροστά στα
μάτια του ποιητή και ζωγράφου που επανειλημμένα έχει εκθέσει τα εικαστικά του έργα στο Παρίσι: «σαν είδωλα
ευάλωτα λαμέ οφθαλμαπάτης».
Ο ποιητής σ’ άλλο ποίημα του που επιγράφεται Επίθετα, πραγματοποιεί μιαν
επίκληση προσκλητήριο μνήμης σε πρόσωπα
και γεγονότα που έζησε και που κάποτε η ζωή του συνδέθηκε μ’ αυτά «θέλγητρα του
πάθους και αγγέλους της στοάς των Εκβατάνων», με την επισήμανση πώς τώρα πια:
Δεν θέλω κάτι να σας
πω. / - ούτε ν’ ακούσω.
Μυστήριο βάπτισης τελώ
/ με ονόματα- επίθετα της μνήμης.
Στο ποίημα Εγκάρσια
πτήση που αποσπασματικά αναφερθήκαμε αρκετές φορές ήδη τόσο σαν αιτιολόγηση
του τίτλου της συλλογής όσο και σαν επί μέρους αναφορές, είναι ένα ποίημα που
κατανεμημένο σε έξη ενότητες χαράζει όλο το ιστορικό του πάθους και εμπεριέχει αρκετά
αυτοβιογραφικά στοιχεία και πρωτίστως μια προσπάθεια αυτοχαρακτηρισμού και
αυτοανάλυσης του ίδιου του δημιουργού αλλά και αποτύπωσης των μύχιων εσωτερικών
κραδασμών του Κώστα Ευαγγελάτου στο χώρο της ζωής και της δράσης, και με αρκετά σημαντικές καταθέσεις ψυχής για τη ζωή και την τέχνη,
τον άνθρωπο και την αποστολή του στους δρόμους της προσωπικής αναζήτησης, πότε
τραγουδώντας, πότε ακροβατώντας ζωής και θανάτου ανάμεσα, πότε «εγειρόμενος με
τάνυσμα θανάτου» κι άλλοτε πάλι μπαίνοντας στη δίνη των χρωμάτων της αυγής.
Στίχοι που φωτίζουν σε βάθος τον άνθρωπο, τον δημιουργό, τον καλλιτέχνη, τον
οδοιπόρο του «είναι», της γνώσης, της ίδιας της ύπαρξης.
Τα σχέδια και το κολλάζ
του εξωφύλλου της έκδοσης, ανεπανάληπτα
και προσωπικά τελούν σε αρμονική συνύπαρξη με τα ποιήματα, θάλεγα
πώς κοντανασαίνουν και συλλειτουργούν
στους ρυθμούς και τους ήχους, είναι
φιλοτεχνημένα από τον ίδιο τον διακεκριμένο καλλιτέχνη που το έργο του
γνώρισε διεθνή αναγνώριση και παρ’ όλα αυτά είναι ο ίδιος ο άνθρωπος πρωτίστως
που έχω γνωρίσει εδώ και χρόνια, δίχως
έπαρση, οικείος, προσιτός, φίλος. Ο κ. Ηλίας Τουμασάτος, δρ του Ιονίου Πανεπιστημίου και σε ένα εμπνευσμένο
αισθητικό δοκίμιο του με τίτλο: «Ο κόσμος στο ποιητικό σύμπαν του Κώστα
Ευαγγελάτου», εκτάσεως δεκατριών
σελίδων, που εμπεριέχεται στο τέλος
τούτης της ποιητικής συλλογής, μας έδωσε
ένα εργαλείο πολύτιμο πρόσβασης στο ποιητικό γίγνεσθαι του Κώστα Ευαγγελάτου, και φωτίζει σε βάθος τη
γραφή του. Προσυπογράφουμε ανεπιφύλακτα τούτες τις θέσεις του συγγραφέα που
πραγματικά καλύπτει το θέμα του πλήρως και ανταποκρίνεται επάξια στους
οραματισμούς και τις αναζητήσεις του
ποιητή.
Κλείνοντας τούτο το σύντομο οδοιπορικό μας στο ποιητικό σώμα
και αίμα του Κώστα Ευαγγελάτου, να τον ευχαριστήσουμε γιατί μας εμπιστεύτηκε
την οδυνηρή προσωπική του περιπέτεια, μας έκανε να κλάψουμε και να αισθανθούμε,
να νοιώσουμε τόσο άνθρωποι μέσα σ’ένα πεδίο
βολής και σ’ ένα οικοδόμημα που
τρίζει και γέρνει επικίνδυνα και:
Διψώ ιδρώτα / Μετρώ
αστέρια φονικά / Εκλιπαρώ το σκότος / Διαβάζω τους κορμούς /
Εξαγνίζω την λάσπη / Φύομαι
ανένδοτος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΑΡΑΜΒΑΛΗΣ
Λογοτέχνης
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Εγκάρσια
Θα ήταν αρκετά δύσκολο να
μιλήσει κάποιος για την ποίηση του Κώστα Ευαγγελάτου, παραβλέποντας το
εικαστικό του έργο, την αφοσίωσή του στις εικαστικές τέχνες και τον εκφρασμένο
ποιητικά λόγο του.
Ο ομιλητής σώζεται, κατά
κάποιον τρόπο, από τα κοσμήματα που διακοσμούν τις σελίδες της ποιητικής του
συλλογής, Εγκάρσια πτήση, για χάρη της οποίας συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ.
Ο ποιητής και ζωγράφος
προετοιμάζει τον αναγνώστη από τις δυο πρώτες σελίδες με τα μαυρόασπρα σχέδια
του, αριστερά μια πλεξούδα και αντικριστά ένα φύλλο με ένα ανοιχτό λουλούδι και
τον δεύτερο τίτλο 23 γκράφιτι ψυχών.
Πολλές φορές τυχαίνει, όταν
πρόκειται για ποίηση, να ανοίγω τη συλλογή σε οποιαδήποτε σελίδα, και να
διαβάζω σαν μια πρώτη γεύση το ποίημα που εμφανίζεται μπροστά μου.
Αυτή τη φορά, δεν συνέβη
αυτό. Ξεκίνησα από το πρώτο ποίημα και συνέβη κάτι άλλο. Τρόμαξα. ΄Η μάλλον με
τρόμαξαν οι στίχοι:
Στην άδεια πόλη/ η λήθη προελαύνει
Τι προβλέπει ο ποιητής;
Κλεισμένος στο δωμάτιο/ κοιμάσαι με τ’ αγάλματα
Μα, τι; Έχουν τ’ αγάλματα
ζωή, ψυχή, σου μιλάνε, σου κρατάνε συντροφιά και όσο λείπεις σε περιμένουν να
γυρίσεις; Ή μήπως είσαι εσύ που τους δίνεις όλες αυτές τις ιδιότητες και κυρίως
ζωντανεύεις, τους ανθρωποποιείς; Και ποιος είσαι εσύ;
Ο ποιητής, ο ζωγράφος; Ο
άνθρωπος της πόλης, μιας χώρας, του εικοστού πρώτου αιώνα, ο άνθρωπος που
διαισθάνεται το μέλλον, κοντινό ή απώτερο; Ο απομονωμένος άνθρωπος που βρίσκει
καταφύγιο,
Κλεισμένος στο δωμάτιο;
Προς το παρόν συνεχίζει να
με τρομάζει:
Φέτος δεν ήρθαν τα πουλιά.
Πώς είναι δυνατόν; Τι
έφταιξε, τι φταίει; Οι καιρικές συνθήκες,
μήπως άλλαξε το φυσικό περιβάλλον, αποψιλώθηκε το τοπίο, ξεράθηκε η
χλόη, δεν φύτρωσαν οι σπόροι, δεν έβγαλαν τα κλαριά στα δέντρα φύλλα, δεν
βρίσκουν υλικά τα πουλιά να χτίσουν τις φωλιές τους; Ή μήπως οι κοινωνικές συνθήκες ξεπέρασαν την
ομορφιά του τοπίου, το τιτίβισμα των πουλιών, τα χρώματα των δέντρων, τις
αντανακλάσεις του ήλιου στη γαλάζια μας θάλασσα;
Έχει άραγε ο ποιητής το
δικαίωμα να με τρομάζει ή να με παρηγορεί.
Αφού θρηνώ εγώ/ γιατί να κλαις κι Εσύ που ’χεις πεθάνει.
Τι βρίσκεται μέσα σε αυτά τα
λόγια. Η αδιάκοπη συνέχεια του θρήνου της ζωής και του θανάτου; Ξαναζωντανεύει
τον πεθαμένο σαν συμμέτοχο του θρήνου του ζωντανού; Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν
ησυχάζει, ούτε πεθαμένος; Αφού η ζωή συνεχίζεται στην επόμενη γενιά.
Τα Επιγράμματα και οι
Διαπιστώσεις επιβεβαιώνουν τον αναγνώστη ότι ο Κώστας Ευαγγελάτος δεν
εκφράζεται μόνο ποιητικά με λέξεις που είναι στη άκρη της γλώσσας, αλλά με μια
πλουσιότερη ελληνική γλώσσα, αφού οι λέξεις του είναι ακριβές, σχεδόν,
αχρησιμοποίητες στο καθημερινό μας λεξιλόγιο.
Ο φόβος του για τη γλώσσα
είναι μεταδοτικός, εφιστά την προσοχή μας, ζωντανεύοντας με το δικό του τρόπο
το Αιγαίο, του οποίου τα
Σύμβολα φύκια
Γράφουν ιστορίες
Αν δίνει τέτοιες διαστάσεις
στα φύκια, τότε ποιες είναι του έλλογου όντος, του ανθρώπου;
Όμως μέσα από τα βάθη της
ελληνικής θάλασσας προβάλλει αισιόδοξα η κορυφή ενός όρους 1628 μέτρων ύψος,
που φιλοξενεί ένα δρυμό έκτασης 30.000 μέτρων.
Στην κορυφή του Αίνου
Ανατέλλουν αετοί
Ίριδες αναγέννησης.
Στο σχέδιό του ένα μικρό κλαράκι αρχίζει να
βγάζει φυλλαράκια.
Κρατάω για λίγο ανοιχτή τη
σελίδα, πριν διαβάσω τα Επίθετα, ένα συμπυκνωμένο ποίημα, που με αποστομώνει.
-Δεν θέλω κάτι να σας πω.
-Ούτε ν΄ ακούσω.
Μυστήριο βάπτισης τελώ
Με ονόματα επίθετα της μνήμης
Παίρνω μια βαθιά αναπνοή,
και χωρίς η φωνή μου να τον φτάνει για να με ακούσει, του λέω ευχαριστώ, και
μακάρι να είχα τη δύναμη και το κύρος να τον διαβεβαιώσω ότι οι λέξεις δεν θα
χαθούν.
Αυτά είναι τα πιο λίγα που
θα μπορούσα να πω για τη συλλογή ποιημάτων με τίτλο Εγκάρσια πτήση, αφού
ολοκληρώνεται με την εξαιρετική και επισταμένη εργασία πάνω στην τέχνη του
Κώστα Ευαγγελάτου από τον Ηλία Τουμασάτο, του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Κλείνω το βιβλίο με τη σκέψη
της ανακύκλωσης της ζωής, της εμπειρίας, και της προσωπικής έκφρασης στις
διάφορες μορφές των Τεχνών.
Ιωάννα Καρατζαφέρη, Συγγραφέας
----------------------------------------------------------------------
ΑΝΝΑ ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ
ΚΩΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ
ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΠΤΗΣΗ
Αν η ποίηση, εκτός των άλλων, είναι ο περιστεριώνας των
λέξεων απ’ όπου οι ποιητές αντλούν για να στεγάσουν τον κόσμο τους, δεν θα
δίσταζα να πω ότι η καρτερικά απαισιόδοξη
φιλοσοφική ποίηση του Κώστα Ευαγγελάτου λέγει χωρίς υποχρεωτικά να κρύβει σημαίνοντας
πρώτιστα το όνομα της αγάπης στο πρώτο επίπεδο, με παράπλευρα εκείνα της ηδονής,
του ονείρου, των ταξιδιών… Το δεύτερο στοιχείο, που ανιχνεύεται κυρίως στα
σύντομα ποιήματα τοπίων είναι η φανέρωση του ζωγραφικού τάλαντου, της
ικανότητας της φωτογράφησης- στην κυριολεξία του όρου, της γραφής, όπου όμως ο
ίδιος ο ποιητής ζωγράφος «ανάβει με το αίμα του το σύμπαν».
Αν ο λόγος είναι , όπως έλεγε ο Σιμωνίδης για τη γλώσσα,
ζωγραφική που μιλάει, στίχος και εικόνα είναι στον Κώστα Ευαγγελάτο εν δια δυοίν: είτε
πρόκειται για το γυμνό παρόν ενός παρισινού φθινοπώρου, όταν το εκβιάζουν ορδές
σκλαβο-
υπήκοων είτε για τέλεση μυστηρίου βάπτισης « με ονόματα επίθετα της μνήμης» κατά την
ομολογία του ίδιου του ποιητή. Θα μπορούσα ν’ αποκρυπτογραφήσω τη Συλλογή του
Κώστα Ευαγγελάτου, αφού προηγουμένως ομολογήσω πως όποιο κι αν είναι το
ποιητικό σύμπαν του το γνωρίζει στο βάθος του τελικά μόνο ο ίδιος ο δημιουργός
του, καταφεύγοντας στους τελευταίους στίχους, όπου όπως σε θεατρική σκηνή όλες
οι έννοιες παρίστανται και χαιρετούν τον αναγνώστη:
Εγκάρσια πτήση /στο απύθμενο του «είναι /φορτίζει κύτταρα/
του σύμπαντος της γνώσης /με καλπασμό αγάπης κυβικής.
Βλέπεις κι Εσύ / κατανοώντας…/
Ο κόσμος που ταξίδεψες Υπάρχει. / Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζει
ΑΝΝΑ ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ,
Καθηγήτρια φιλοσοφίας, λογοτέχνις.
----------------------------------------------------------------------
ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, « ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΠΤΗΣΗ», εκδόσεις Απόπειρα
Στη σχετικά πρόσφατη ποιητική συλλογή « Εγκάρσια Πτήση» του
εγνωσμένου κύρους και διεθνούς εμβέλειας ζωγράφου και ποιητή Κώστα Ευαγγελάτου,
μια πτήση σε βάθος ή οριζόντια, τολμηρή τομή σ’ ένα ολόκληρο κόσμο αέναης πάλης
και πρωτογενούς καλλιτεχνικής παραγωγής, στον δικό του κόσμο, μισού και πλέον
αιώνα, δεσπόζει βέβαια, ο στοχασμός, που συνιστά, a priori, πυξίδα πορείας, το
κύριο δηλαδή χαρακτηριστικό της όλης δομής της ζωής και του έργου του ποιητή
και ζωγράφου.
Ωστόσο το εφαλτήριο ειδικότερα της εν λόγω συλλογής, που
γράφεται, οπωσδήποτε, σε μια καμπή ηλικιακή, παραπέμπει σε τομή τολμηρή, στο
τραπέζι του ανατόμου-ζωγράφου και ποιητή-, που έξαφνα δρομολογεί μια πτήση
παλλόμενη από το σήμερα στο χθές και στο αγωνιώδες μέλλον. Η φιλοσοφική διάθεση, εκ γενετής και επίκτητη,
αναδύεται δυναμική από ολόκληρο το εύρος
της συλλογής και, βεβαίως, σε ωριμότερη διάσταση, την οποία κατευθύνει η
χρονική στιγμή ακριβώς της τομής.
Η πτήση σε βάθος, στο βάθος μισού αιώνα, τολμηρή ατενίζει το
παρελθόν, γοητευτικό, αλλά και ανέφικτο πια, καθώς αναδύεται από « τέφρες»: « Σκάβει στις τέφρες
της ψυχής σου-φωτίζει τους λειμώνες της αγάπης». Η πτήση σ’ ένα ταξίδι μέσα στη νύχτα, αναδρομή
με τις συνέπειες της : « Νύχτα φυτεύεις όνειρα- πρωί βλασταίνουν δόρατα». Η
πτήση στο βάθος, στην ανάπλαση, στην ελπίδα, στα όνειρα και , στη συνέχεια, η
προσγείωση στην πραγματικότητα. Πρόκειται για μια πτήση με τις μεγάλες αντιθέσεις από τον ήλιο
και το φως στην πτώση και στο σκοτάδι, κι αυτόματα, δίχως καθυστέρηση, στην
πάλη προς την άνοδο.
Η Εγκάρσια Πτήση σε
βάθος αναδεικνύει ένα κόσμο του ποιητή αναγνωρίσιμο από έντονους « ήχους της
ψυχής», από « υπόηχους της θέλησης», αλλά και από « τις παύσεις της αλήθειας».
Ένα πλατάγιασμα « στο λαβύρινθο της μνήμης», όπως ο ίδιος ο συνθέτης σημειώνει
χαρακτηριστικά. Εκεί, απ’ όπου εξικνούνται, σε στιγμές κατάδυσης, τα σημεία της
νιότης. Εκεί, απ’ όπου « σκανάρουμε», όπως κι ο ποιητής μας, τα χρόνια της
ευτυχίας κι όπου δεσπόζουν ευοίωνες οι « λήψεις ελπίδων».
Με πόση ωριμότητα,
πράγματι, μέσα σε αυτό το πλατάγισμα της πτήσης , ανελίσσεται η μοίρα
της ζωής… Σημειώνει ο Κώστας Ευαγγελάτος στο Delete: « Δίνες ονείρων
ρουφούν ελπίδες.-Οι αλλαγές δεν θα συμβούν.-Στιγμές και μέρες θα διαβούν-σε μια
οθόνη με παγίδες». Πρόκειται, δίχως άλλο, για το στίγμα μιας μεσογειακής απαισιοδοξίας, που αναδύεται
από την απώλεια αυτής της μεσογειακής φυσικής ομορφιάς, την απώλεια των τόσων
χρωμάτων, του φωτός, της χαράς, της νιότης. Ιδού η σχετική μαρτυρία αυτού του
μεσογειακού πεσιμισμού από τον Κώστα Ευαγγελάτο: «Στα ακατέργαστα πετράδια των
ματιών-η σκέψη της φθοράς πανικοβάλλει».
Ωστόσο ο φιλοσοφών ποιητής μας, δεξιοτέχνης στο χειρισμό της
πτήσης, όπως ο ψυχισμός του υπαγορεύει,- μήνυμα και δίδαγμα τούτο τοις πάσι-,
κατευθύνει, με καταπληκτική ευλυγισία
ψυχής αυτή την πτήση, αυτόματα, από το βάθος στο ελπιδοφόρο ύψος. Σαλπάρει προς
την ελπίδα για νέες αφετηρίες και εφηβικές δράσεις. Σημειώνει και πάλι στο Delete: « Γυμνή εφηβεία
ανέσπερη προβάλλει.- Ανθίζει πόθος στην αυγή των γηρατειών». Πλώρη, πια, για
την « ανένδοτη νιότη», όπως υπογραμμίζεται στο ποίημα « Αδριατική». Κι ενώ
«βουλιάζει η πόλη», ιδού, για τον ποιητή- ένα δίδαγμα κι αυτό- « ανατέλλουν αετοί-ίριδες
αναγέννησης».
Όλα τούτα, βέβαια, το παλιό , το νέο, την άβυσσο, αλλά και
το « γαλάζιο φως της αφθαρσίας», τη μοναξιά και την ελπίδα, θα τα βρούμε δομικά
δεμένα στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, που φέρει και τον τίτλο « Εγκάρσια
Πτήση». Δεν νομίζω πως υπερβάλλω
υπογραμμίζοντας ότι ανήκει σε σπάνιες ποιητικές συνθέσεις δομής, περιεχομένου
και συμπύκνωσης σκέψης τετράστιχο απολογισμού όπως το ακόλουθο της «
Εγκάρσιας Πτήσης»: « Μόνος στο ύψος του βουνού-πόνου ωδές με συνειρμούς
συνθέτω-κι αν το κορμί μου άναρχα αποθέτω- Υπάρχει πάντα η ελπίδα του
θεού.».Για να καταλήξει, τελικά και συμπερασματικά θάλεγα, στο ίδιο ποίημα της συλλογής του: « ο
κόσμος που ταξίδεψες Υπάρχει.- Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζεί.». Μήνυμα αθανασίας.
Ένα μήνυμα προς την « εσαεί» πάλη του ανθρώπου, που συνιστά την ίδια τη ζωή. Ωραίο
το μήνυμα, αναγεννησιακό για κάθε ψυχή, πανανθρώπινο, μήνυμα ζωής, σύμβολο, που
απευθύνει ο Κώστας Ευαγγελάτος στον άνθρωπο και την υπόσταση του γενικότερα: «
Βλέπεις κι Εσύ κατανοώντας…». Γιατί, σύμφωνα πάντα με τον ποιητή της συλλογής:
« Εγκάρδια πτήση- στο απύθμενο του « είναι»- φορτίζει τα κύτταρα»…
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ
Καθηγητής
Πανεπιστημίου στη Νεότερη Ιστορία.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Λεόντιος Πετμεζάς: Αισθητική προσέγγιση
στην «Εγκάρσια Πτήση» του Κ. Ευαγγελάτου
Με πνεύμα ανεξάρτητο και γόνιμο
λογοτεχνικά και εικαστικά, με ιδίωμα γραφής έντονα αποκαλυπτικό, διάτμητο και
ανατρεπτικό κινείται στο νέο ποιητικό βιβλίο του «Εγκάρσια πτήση» ο
εμπνευσμένος Κώστας Ευαγγελάτος. Διαθέτοντας τη δυνατότητα της επιλογής και της
εκλογής κατατάσσει την αντίληψη του αντικειμενικά στη διάταξη της ευδόμητης
έκφρασης της ποιητικής του. Ο ειρμός της μελέτης του προχωρά στην ταύτιση και
την πρόθεση που απαιτεί η βίωση των περιστάσεων. Η ποιητική πέννα του προβάλει
επιδέξια σαν αντιστάθμισμα μελωδίας την ικανότητα μιας ολοκλήρωσης που
τελολογικά εξασφαλίζει το υπερβατικό, ενώ προωθεί την αναστροφή του εμπρόσθετου
στοιχείου της ειδικότητας του, ως μαγικό εργαλείο απέναντι στην υπάρχουσα
συγχορδία, με ενδεχόμενο την συνύπαρξη των μεταμορφώσεων της περιεκτικότητας
των γραπτών του, των μεταλλαγών της διασπάθισης και των μεταπλάσεων της αριστοτεχνικής
απλότητας των προθέσεων του .
Διαβάζουμε:
Όραση αχτίνα
της αλήθειας
υφαίνει βάτα
σε φλεγόμενα νερά
ανάβει
πίδακες σε υψίπεδα χιονιού
σκάβει στις
τέφρες της ψυχής σου
φωτίζει τους
λειμώνες της αγάπης .
Στο βιβλίο ο Κώστας Ευαγγελάτος, με
πεφωτισμένη ιδιαιτερότητα διακτινίζει ευλαβικά και μεταλαμπαδεύει την ιδιάζουσα
ανασύνδεση της συγκίνησης, όπως και την ιδεογραμμική επανασύνδεση της ενδόμυχης
θέσης του, ψηλαφώντας ότι συσσωρεύει η σύλληψη των απόψεων που συμπλέκονται με
την αξιολόγηση της σύνθεσης. Διατυπώνει συγκλονιστικά τη μνημονική διεργασία
μιας εικαστικής νεφελογραφίας, που βασίζεται σε μια σχηματική σωματογραφία, σε
μια εμφανή ενδοσκόπηση σε απρόσμενα εννοιακά τοπία, που δίνουν οντότητα σε
διαπιστώσεις, με διατυπώσεις, που κινούν με διαγώνια τοποθέτηση τα ιδανικά της
εγκάρδιας πτήσης κάθε ψυχής. Τολμά βαθμιαία αμφίδρομες κοινωνιολογικές
αποτιμήσεις μέσα από ένα λόγο πυκνό, μεστό και λιτό σε στοχαστική επεξεργασία,
που τον αναδεικνύει εύλογα σε ένα σύγχρονο, νεωτεριστή, πλουραλιστή,
εκλεκτικιστή και φυσικά μεταμοντέρνο ποιητή.
Σταθερά πέρα από τα συνήθη ποιητικά πρότυπα και δρώμενα ο Ευαγγελάτος διανύει
στο τομέα του την εποχή της αισθητικής μετάλλαξης ιχνηλατώντας με ελεγειακή
ακεραιότητα τη συμβολική κλιμάκωση, τη δοξαστική υφή, την έκρυθμη ανανέωση και
την προφητική απεραντοσύνη, αρετές που συμβαδίζουν έρρυθμα, κατανυκτικά, και
κάπως μεταφυσικά με την ασυμβίβαστη απόδοση στη ποιητική τεχνική του.
Διαβάζουμε:
Η λάμψη των
ματιών ακόμη έλκει
το κοίτασμα
που εντός σου ενεδρεύει.
Με βάγια
καλοσύνης προστατεύει
το σπίτι που
αρδεύει προσφορά.
Με βροντώδη στάση και ψυχοστασία
στρατεύεται ανεμπόδιστα στο αιώνιο ρέκβιεμ που δρα μακριά από την εφήμερη άποψη
για την τέχνη, με αγωγή δραστική για νέους συλλογισμούς, ενώ παράλληλα ευπρόσδεκτα
εξελίσσεται σε ένα επιμελημένο παιγνίδι με τις λέξεις. Περιγράφει τις
περιπέτειες της ψυχής και της καρδιάς του σημερινού ανθρώπου, σταχυολογεί,
ανατέμνει και προτείνει το δρόμο προς την ελευθερία με μια νοσταλγία που
αναγιγνώσκεται και ανακοινώνεται ως επιστροφή στην ιερότητα της ανθρώπινης
φύσης, χωρίς να εκτοπίζει την ονειροπόληση και τη φαντασίωση. Ο εκκωφαντικός
αχός της κάθε στιχουργηματικής περιγραφής του αποτελεί προνόμιο εγκαρτέρησης
παράλληλα με τη φαντασία του αφαιρετικού λογισμού. Εξωτερικεύει τις
μεταβαλλόμενες παραστάσεις, και την αχλή της εσωτερικής προσωπικής δυναμικής.
Την κατατάσσει με αυστηρότητα και οικονομία χώρου σε γραφή συγκεκριμένης
διακριτικότητας, χωρίς πλατειασμούς, χωρίς κοινότυπες επεμβάσεις και επενδύσεις
.Ενδεικτικά αναγγέλλει την ίαση και τη χειραφέτηση , την κινητική ενέργεια και
την εποπτική παρουσία της ιδιοσυγκρασίας του.
Διαβάζουμε:
Δίνες ονείρων
ρουφούν ελπίδες
Οι αλλαγές
δεν θα συμβούν.
Στιγμές και
μέρες θα διαβούν
σε μια οθόνη
με παγίδες.
Το ποιητικό βιβλίο «Εγκάρσια πτήση» ως
αποτέλεσμα έρευνας του
ανθρώπινου ψυχισμού παραθέτει στον αναγνώστη το ειδικό βάρος της γήινης στόφας
του διανοούμενου ποιητή και την σφραγίδα δωρεάς πνεύματος που κατέχει . Με
απόλυτη πειστικότητα και ανάταση οικουμενισμού ο ποιητής διατυπώνει επαρκώς μια
γνώμη για κοινωνικές συναρτήσεις, επαληθεύσεις και αναλύσεις, με ορθολογικές
ωστόσο προσβάσεις και απολήξεις. Πρόκειται για μια ακόμη ενατένιση που
μεταβάλει τον αρχικό ιστό της ψυχολογικής διείσδυσης που συντάσσεται βαθμιαία σε
ένα κρεσέντο ανασυγκρότησης με ανάλογες λύσεις. Η πρόσληψη της πραγματικότητας
του ποιητή δεν ξεφεύγει από τα στάδια του αισθαντικού ρομαντισμού, αλλά
συμπορεύεται σε μέγιστο βαθμό με την ανάγκη της ερμηνείας σε συνθήκες
διερμήνευσης. Στη διάρκεια του διαβάσματος ο αναγνώστης αφομοιώνει και
αποκομίζει τη μαγεία της θεματολογίας του βιβλίου και καταλαβαίνει πως
λειτουργεί κάθε τι . Ειδικά αντιλαμβάνεται γιατί στη διάρκεια της διεργασίας
όσων επικαλείται και επιτελεί ο ποιητής τα πάντα ανατρέπονται επιφυλάσσοντας
εκπλήξεις .
Διαβάζουμε:
Εγκάρσιο βλέμμα τάνυσμα της γέννας.
Εφύμνια ανάστροφα μαινάδας.
Στο δέρμα του σκιόφωτος μαρμαρυγές παρθένας.
Σε νεφελόφωτα καταιγισμός χαράς.
Αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια παρορμήσεις και αλλεπάλληλες εσωτερικές φωνές
που επιτείνουν τις εντολές μιας μέθεξης άλλοτε συμβολιστικής και άλλοτε
αφηρημένης ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο που καταλήγει στην κάθαρση.
Οι νοητικές εικόνες της περιγραφής του, ωθούμενες από ποικίλα ερεθίσματα
μορφοποιούνται στη διάσταση της ρεαλιστικής πραγματικότητας, που παίρνει χρώμα
και χροιά από το συναίσθημα. Αυτή η κατάσταση τη στιγμή της σύλληψης
γίνεται μαγική, μεταφέροντας κινούμενους κόσμους με θεματογραφικές
απεικονίσεις. Σε κάθε ενότητα της συλλογής με θαυμαστό τρόπο μέσα από τις
διαθλασμένες ακτίνες της σύλληψης παρακολουθούμε την κίνηση που αιχμαλωτίζει το
κυρίαρχο πνεύμα ,που αποτελεί επίτευγμα λαξευμένο από τις ταλαντώσεις συνειρμών
που απαντούν στη λυρική σκιαγράφηση. Διαβάζοντας κάθε ποίημα ξεχωριστά βλέπουμε
να ορθώνεται και να ριζώνεται μπροστά μας ένας πίνακας.
Η άψογη τεχνική του Κώστα Ευαγγελάτου
επιβεβαιώνει τη σημασία της ποιητικής φόρμας, που ως πηγή έμπνευσης εφορμά και
εμψυχώνει διαδραστικά τον αναγνώστη.
Λεόντιος Πετμεζάς
Ιστορικός τέχνης
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Κώστα Ευαγγελάτου, Εγκάρσια πτήση
Είναι συνήθης πρακτική να βαφτίζεται μία ποιητική συλλογή με την αξιοποίηση
ενός χαρακηριστικού ποιήματός της ή ενός ιδιαίτερου στίχου της ή και κάποιας
μικρής φράσης ή ομάδας λέξεών της. Άλλοτε προκρίνεται η πρακτική αυτή για το
εύηχο ή το προβλητικό του περιεχομένου της, άλλοτε γιατί λειτουργεί ως σλόγκαν
και άλλοτε, το ουσιαστικότερο αυτό, επειδή οι λέξεις του τίτλου αποτελούν ή
σχηματίζουν ως λεκτικά κλειδιά βασικές έννοιες, με ιδιαίτερη εννοιοδότηση και
ιδεολογικό βάθος.
Και η «πτήση» και η «εγκάρσια»
κίνηση συνιστούν κρίσιμες έννοιες για τον Κώστα Ευαγγελάτο: ίπταται ο ποιητικός
λόγος του, όπως υπερίπταται η ζωγραφική του, και κινείται εγκάρσια, οδηγώντας
μας στο κάθετο ύψος αλλά και στο κάθετο βάθος με την αδήριτη πτώση του
ιπταμένου, καίρια γνωρίσματα της ιδιοσυστασίας του ποιητή, της ψυχής και του
σώματός του, μεγεθών που λειτουργούν στο όλο έργο του, εικαστικό και
λογοτεχνικό, με ξεχωριστό πάθος τόσο κατά μόνας όσο και ως αγαπητική ενότητα,
ως ερωτικό σύνολο ή σύμπλεγμα:
Εκτέλεση ψυχρής ζωής.
Βουλιάζεις στον πυθμένα
με κροκοδείλια δάκρυα.
ή
Στερεό ή υγρό
το έδεσμα
δεν κάνει για αερικά.
Η Εγκάρσια πτήση, συλλογή που έρχεται ως σύνοψη και αποτίμηση, θα
λέγαμε, της έως τώρα ποιητικής, ορθότερα σύνολης της καλλιτεχνικής, πορείας του
Ευαγγελάτου αποτελεί σύνθεση πολυθεματικών ψυχογραφιών, βιωματικών εμπειριών,
ερωτικού πάθους και εξιδανίκευσης του ερωμένου προσώπου. Είναι ένας
αποκαλυπτικός καθρέφτης σε σκοτεινό θάλαμο, αν μας επιτρέπεται το οξύμωρο, με
την έννοια ότι η συνήθως κρυπτική γραφή του ή τα ξέφωτά της, οσάκις ο ίδιος ο
ποιητής αφήνεται ενδίδοντας να τα δείξει, δεν είναι εύκολα αναγνώσιμα και
αναγνωρίσιμα. Πρέπει να εθιστεί στο σκότος ο αναγνώστης για να δει μυστηριωδώς
παραμορφωμένα μέσα στον βυθό του καθρέφτη δίπλα στο πρόσωπό του πτυχές και
σκηνές από τις περιπετειώδεις ανόδους και τις καταβαραθρώσεις που κολπώνουν την
εξελικτική διαδρομή του ανθρώπου, του καλλιτέχνη και ποιητή Ευαγγελάτου, ο
οποίος «αποθηκεύει» τις εμπειρίες του, δεν αποσιωπά τις οδύνες ούτε και τις
ηδονές από τα τραύματά του. Αφήνει μόνο τον αναγνώστη του να τα διαγνώσει,
πρακτική που καθοδηγεί τον τελευταίο στην αξιολόγηση με τρόπο ομοιοπαθητικό και
των δικών του τραυματικών εμπειριών, πληγών ερωτικών ως επί το πλείστον ή
παρενέργειές τους στιγματικές στην ψυχοσύνθεσή μας:
Εγκάρσια πτήση
στο απύθμενο του «είναι»
φορτίζει κύτταρα
του σύμπαντος της γνώσης
με καλπασμό αγάπης κυβικής.
[...]
Ο κόσμος που ταξίδεψες Υπάρχει.
Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζει.
Το πολυθεματικό τού
βιβλίου δεν συνιστά αδυναμία ενότητας. Είναι τμήματα ερατεινά και εμπαθή της
ζωής και του έργου του ποιητή, που συναρμολογούμενα συναποτελούν την εικόνα
του. Το πρώτο μέρος (σ. 11-16) αποτελείται από ολιγόστιχα δίστιχα (και ενίοτε
δύστυχα), τρίστιχα και τετράστιχα συνθέματα, με ιδιότυπη ρίμα ή ρυθμικά
πεζόμορφα, που αποτυπώνουν αντιφατικά, ψαύοντας, με πόνο ή με πάθος, τους
τύπους των ήλων και εκφράζοντας τους δύο κόσμους του ποιητή, τον αισθησιακό και
τον πνευματικό με τις αμοιβαίες επιδράσεις τους. Ο θάνατος και η μνήμη ως
ελιξήριό του, η μνημονική ανάκληση του ερωτικού προσώπου, η αβελτηρία και η
υποκρισία των πολλών, η αγνωμοσύνη, η εγκατάλειψη, η στέρηση, η μοναξιά, η
απιστία, οι ενοχές αλλά και η επιστροφή στο έθος της αμαρτίας, ένα παράπονο διάχυτο
για όλα αυτά, παράπονο είτε για το ατελέσφορο είτε για το ατυχώς ή ανάξια
τελεσθέν, όλα παραπέμπουν στην παντοκρατορία του έρωτα, που κυριαρχεί χωρίς
συμβάσεις, ανελέητα, με τη λέξη να αποκτά μέση σημασία, ανελέητα προς την
αποθέωση και το αγαθό, και ανελέητα προς την ισοπέδωση ή την εκμηδένιση:
Των απολίδων είμ’ ο θυρεός
κι ο τραγικός της νύχτας σκύλος.
Της μέρας είμ’ ο ίσκιος ο χλωμός
και της αρχαίας γυμνότητας ο φίλος.
Μόνος στο ύψος του βουνού
πόνου ωδές με συνειρμούς συνθέτω
κι αν το κορμί μου άναρχα αποθέτω.
Υπάρχει πάντα η ελπίδα του Θεού.
Στο δεύτερο μέρος (σ. 17
και εξής) τα ποιήματα είναι έντιτλα, πολύστιχα ή ολιγόστιχα αδιακρίτως, που ως
ενότητες αυτή τη φορά και όχι ως γνωμικά ή αποφθέγματα, όπως στο πρώτο μέρος,
αποδίδουν παρεμφερείς με τα πρώτα έννοιες, όπου η αφή και η γεύση αναδεικνύουν
την εγκαρσιότητα, με αυθιστορικό και αυτοβιογραφικό υλικό εν είδει
εξομολόγησης, μετάνοιας ή ανατροπής, υλικό τραυματικό, έντονα και πάλι
αντιφατικό και διαπορητικό μπροστά στι τεχνικές κοινωνικές επιταγές ενός
διπόλου, ενός διχαζόμενου δρόμου, όπως εκείνου του αρχαίου της αρετής και της
κακίας, που ο ποιητής όμως τους χαράζει σε αναπόφευκτα παράλληλες ζώνες και όχι
αντιθετικά τεμνόμενες ηθικές οδούς. Στο τμήμα αυτό συγκεκριμένα ποιήματα (σ.
31-37) με ζωντανά, και συχνά ασπαίροντα, χρώματα συνδυάζονται με τόπους, σε
συνειρμούς τέτοιους, στους οποίους η τέλεση της όποιας πράξης, συνάπτεται με
την ερωτική διάσταση του τόπου ή της πόλης, όπως στο ακόλουθο ποίημα για τον
Αίνο, το μυστικοπαθές για τα τελούμενα επάνω του όρος Κεφαλονιάς, ένας άλλος εξ
ίσου μυστικοπαθής Υμηττός, ποίημα της εναλλαγής του ύψους με το τέλμα:
Βουλιάζει η πόλη
με ρυθμούς παλιάς μαντολινάτας.
Στην κορυφή του Αίνου
ανατέλλουν αετοί
ίριδες αναγέννησης.
Η συλλογή του Κώστα
Ευαγγελάτου θέτει ευθέως τον αναγνώστη της στο μεγάλο δίλημμα, αν η λέξη
«αμάρτημα» είναι το αρχαίο σφάλμα, το αναπόφευκτο ολίσθημα που οδηγεί στη γνώση
και την επίγνωση ή αν είναι το ηθικό παράπτωμα, όπως ενοχικά το εννοιοδότησε ο
χριστιανισμός, αν και φρόντισε ιεροπρεπώς να του δώσει το αντίδοτο-διέξοδο της
μεταμέλειας, όχι ως φιλοσοφικής γνώσης αλλά ως συναίσθησης της ταπείνωσης και
απαρχής μιας καινής ζωής, μιας αναγέννησης που νομοτελειακά ή μοιραία θα επανακάμπτει
στην πανάρχαια πηγή του αμαρτωλού ολισθήματος.
Άρωμα κήπου που βλασταίνει.
Χρώμα τριαντάφυλλων και κρίνοι.
Στρωμένο γιορτινό τραπέζι
πρόσχαρη η ζωή ξεδίνει.
Όλα σαν σήμερα σβησμένα.
Στων φαγητών τη γεύση πόνος.
Πλάνα χλωμής ανατριχίλας
εγώ να γράφω στίχους μόνος.
[...]
Θεοδόσης Πυλαρινός
Καθηγητής Ιονίου Πανεπιστημίου
-----------------------------------------------------------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Κώστας Ευαγγελάτος
Εγκάρσια Πτήση
Απόπειρα 2011
Αυτό το οποίο θαυμάζω στον Κώστα
Ευαγγελάτο, πέρα από το εικαστικό του ταλέντο, είναι η εργατικότητά του.
Θυμάμαι λ.χ. την έκθεσή του με τον τίτλο «Scriptorium» που διοργανώθηκε από τον
Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Αθηναίων τον Οκτώβριο του 2010. Είχα
εντυπωσιαστεί από το πλήθος των θεμάτων
με τα οποία είχε ασχοληθεί, αλλά και με τη συνεχή αναζήτηση των τεχνικών και της
φόρμας των έργων του. Κυρίαρχο στοιχείο τους η ανθρώπινη μορφή περιτριγυρισμένη
ή περικλειόμενη ή αποδεσμευόμενη από στοιχεία του ρεαλιστικού ή του ιδεατού
περιβάλλοντος, μορφές που ο ίδιος αποκαλεί εννοιακές.
Τόσο έργο σε ποσότητα που διατηρεί και προσωπικό ύφος και βρίσκεται σε υψηλό
επίπεδο προϋποθέτει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό η
ένδειξη της εργατικότητας του. Ο μόχθος του αποτυπώνεται και σε μια σειρά
λευκώματα που έχουν κυκλοφορήσει από εκδότες ή οργανισμούς, ακόμα και από
ημερολόγια που η υψηλή στάθμη τους αποτελεί μέσο αισθητικής αγωγής. Άφησα
τελευταίο το συγγραφικό του έργο που απαρτίζεται από ένα βιβλίο με δοκίμια
(1999) και από οκτώ ποιητικές συλλογές με ποιήματα γραμμένα από το 1973 ως το
1999. Ακολούθησε η συγκεντρωτική έκδοση «Αλέα Προσομοίων» που κυκλοφόρησε το
2002, με ποιήματα από το 1971 ως το 2001, με τους καρπούς δηλαδή μιας
τριακονταετίας. Η χρονική αυτή διάρκεια δείχνει ότι το ενδιαφέρον του για την
ποίηση δεν ήταν ευκαιριακό, αλλά διαρκές και ουσιαστικό, ένας ακόμα τρόπος
βιωματικής έκφρασης όπως και η ζωγραφική του. Τη συγκεντρωτική αυτή έκδοση
ακολούθησε το 10ο ποιητικό του βιβλίο, «Η ελεγεία των Εκβατάνων» που, όπως
γράφει ο Ηλίας Τουμασάτος , καλύπτει «το ταξίδι του από την ταπεινή οδό
Εκβατάνων, όπου ζούσε ως φοιτητής στη θρυλική πρωτεύουσα των Περσών, κι από κει
στη δική μας ψηφιακή εποχή, την εποχή της υψηλής τεχνολογίας και της
συγκαλυμμένης θηριωδίας».
Πριν
μερικές εβδομάδες ο Κώστας Ευαγγελάτος κυκλοφόρησε το 11ο ποιητικό βιβλίο του
με τον τίτλο «Εγκάρσια πτήση». Όπως έλεγε και ο αρχαίος κυνικός φιλόσοφος
Αντισθένης «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Ας δούμε λοιπόν τις λέξεις: Εγκάρσιος είναι αυτός που τέμνει κατά
μήκος ή κατά πλάτος. Η αρχική σημασία δηλώνει αυτόν που διασχίζει, που τέμνει
καθέτως, ενώ ετυμολογικά αποδεικνύεται από τους γλωσσολόγους ομόρριζο με τον κορμό, σώμα δηλαδή χωρίς τα άκρα, τον κουρέα που κόβει τα μαλλιά (στα αρχαία κείρει) αλλά και το κέρμα, που κι αυτό κόβεται ως κατασκευή. Όσο για την πτήση, το πέταγμα, δεν αναφέρεται προφανώς σ’ εκείνη των πουλιών, των πετεινών του ουρανού ή σ’ εκείνη των
αεροπορικών εταιρειών. Αναφέρεται κατά μεταφορά της έννοιας σε κάθε προσπάθεια
για το ανέβασμα της ανθρώπινης προσωπικότητας, για την εξύψωση του πνεύματος,
για την προς τα άνω κίνηση ιδεών και αισθημάτων. Η πτήση είναι ομόρριζη με τα πτερά
αλλά και με την πτώση που αποτελεί
τον κίνδυνο σε κάθε τέτοια προσπάθεια, σε κάθε πτήση. Μπορεί λοιπόν και στον τίτλο να εμπεριέχονται τέτοιες
εννοιολογικές συσχετίσεις. Η Εγκάρσια
πτήση δεν αναφέρεται μόνο στον τίτλο.
Σε ένα από τα «23 graffiti ψυχών» (το ένατο) διαβάζουμε: «...Στον καμβά της πλάτης σου / φύτρωσαν φτερά. / Εγκάρσια
ταξιδεύεις». Επιβεβαιώνονται έτσι οι γλωσσικές συσχετίσεις που προηγήθηκαν,
όπως και στο ομώνυμο ποίημα «Εγκάρσια πτήση» (ΙΙΙ) με την πτώση να ελλοχεύει και
τον ποιητή να ψάχνει «...στα αποτυπώματα
ευάλωτων πελμάτων / ανθρώπων που εγκάρσια βυθίζονται στη γη».
Η
νέα αυτή συλλογή του περιλαμβάνει συνολικά 40 ποιήματα μοιρασμένα σε τρεις
ενότητες. Η πρώτη ενότητα απαρτίζεται από 23 graffiti. Ξέρετε καλά τη λέξη, που ορίζεται
ως ζωγραφικό σχέδιο, αρχικά γράμματα ή συνθήματα και που ζωγραφίζονται με σπρέι
πάνω σε χτισμένες επιφάνειες, τοίχους ή πεζοδρόμια. Ξέρετε ακόμα ότι αποτελούν
τρόπο προσωπικής έκφρασης αλλά και διαμαρτυρίας. Αν μεταφέρετε τον ορισμό του graffiti, έχετε ακριβώς την προσέγγιση αυτών
των ποιημάτων. Πάνω στους άδειους τοίχους του σύγχρονου ατόμου ο ποιητής
επιχειρεί να αποτυπώσει τα δικά του
μηνύματα, τις χρωματιστές του εικόνες, τις διαμαρτυρίες. Θα δούμε κάποια από
αυτά, τα ολιγόστιχα όπως και τα συνθήματα των graffiti, ποιήματα του. Και πρέπει να είναι
ολιγόστιχα και ολιγόλεξα γιατί πρέπει να έχουν πυκνό περιεχόμενο, να
αποτυπώνονται εύκολα στο μυαλό και να γράφονται γρήγορα στους τοίχους -λόγια
και εικόνες.
Στο
δευτέρο τρίστιχο των graffiti διαβάζουμε: «Παλιοί νεκροί σου γνέφουν/ και σ’ αγκαλιάζουν στοργικά. / Δεν θέλεις
να ξυπνήσεις», δεν θέλεις δηλαδή, έχοντας προηγουμένως γνωρίσει το καλό και
το αγαθό, να αποδεχθείς μια οδυνηρή πραγματικότητα και βρίσκεις την παρηγοριά
στις ονειροπολήσεις σου. Ο απομονωτισμός και οι ατομικές λύσεις, όμως, δεν
οδηγούν σε πτήσεις. «Κλεισμένος στο
δωμάτιο/ διαβάζεις την Παλατινή./ Σερφάρεις στον Μεσαίωνα/ ακούς Φωρέ και
Σούμπερτ/ κοιμάσαι με τ’ αγάλματα» γράφει. Αλλά όσο κι αν αυτά προσφέρουν
αισθητική απόλαυση λείπει το κοινό στοιχείο που έχει δημιουργήσει και συνέχει,
δηλαδή συγκρατεί, όλα τα πιο πάνω. Βεβαίως η αγάπη των δικών μας ανθρώπων
γλυκαίνει και παρηγορεί ατομικά, αλλά δεν είναι τελεσφόρα σε κοινωνικό επίπεδο.
Σας διαβάζω ένα ακόμα γκράφιτι: «Σ’ αναζητάει
/ ο πιστός σου σκύλος. / Γαβγίζει τους υποκριτές. / Γλείφει τα δάκρυά μας».
Διάφορα τέτοια υποστηρικτικά συστήματα
εξετάζει με το δικό του λιτό ποιητικό τρόπο ο Κ.Ε. Νομίζω όμως ότι την απάντησή
του την έχει δώσει πριν να θέσει τα ερωτήματα, πριν ακόμα να εξετάσει τα
δεδομένα, αμέσως στο πρώτο τρίστιχο της ενότητας γκράφιτι: «Νύχτες φυτεύεις όνειρα. Πρωί βλασταίνουν δόρατα. / Κόκκινος αναδύεσαι
στο μέλλον».
Η
δεύτερη ενότητα, χωρίς ιδιαίτερο τίτλο, περιλαμβάνει 16 αυτόνομα ποιήματα.
Ενδιαφέρουσα είναι η εναλλαγή του ύφους και η προσαρμογή των λέξεων στα
χαρακτηριστικά του τόπου. Στο ποίημα «Ες Τήνον» λ.χ. έχουμε τους προσδιορισμούς
Έρεισμα πίστης, Ξώμβουργο παλιό, Βόμβος περιστεριών, ονόματα γλυπτά, γιγάντιοι λίθοι
κ.λπ. που παραπέμπουν στην Παναγία, σε τοποθεσίες, στα λαϊκά αρχτεκτονήματα των
περιστερεώνων, στους μαρμαροτεχνίτες του Πύργου, στα παιγνίδια του Τσόκλη με
τις γιγάντιες πέτρες της Τήνου. Το ίδιο ισχύει στο φθινοπωρινό Παρίσι με το
κιτρίνισμα των φύλλων στα δέντρα των δρόμων και των πάρκων,την εμφανή
πολυεθνική-πολυφυλετική παρουσία, την εμπορευματοποίηση και την αισθητική
έκπτωση: «Ορδές σκλαβο-υπήκοων / αλώνουν
την Μονμαρτρ / και σαν το άλλο Τσέρνομπιλ / η Ντίσνεϋ εκβράζει / τη νέα
«κιτσωδία» / Ελευθερία - Ισότης – Αδελφότης / και εισπρακτική μανία». Το
λιτό και μικρό ποίημα «Αίνος» έχει το δικό του ενδιαφέρον: «Βουλιάζει η πόλη/ με ρυθμούς παλιάς μαντολινάτας. / Στην κορυφή του
Αίνου / ανατέλλουν αετοί / ίριδες αναγέννησης». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
το ποίημα επιδέχεται διπλή ανάγνωση,
αυτή που εύκολα φαίνεται και μια δεύτερη σε συμβολικό επίπεδο, που
αντιπαραθέτει την αντίσταση και την αναγέννηση στη φθορά και την παρακμή της
εμπορευματοποιημένης καθημερινότητας και της ανθρώπινης μαζικοποίησης. Όσο για
το ποίημα «Επίθετα» που προφανώς παραπέμπουν σε εμβληματικές κατά τόπους
προσωπικότητες, ποιητές και δημιουργούς, πραγματικά θα ήθελα ν’ ακούσω το
σχόλιο του ίδιου…
Η
τρίτη ενότητα, η ομώνυμη της συλλογής, απαρτίζεται από έξι επιμέρους ποιήματα
με κοινή συνιστώσα το υψιπετές ταξίδι
που ταυτίζεται με τη ζωή: «Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζει». Ταξίδια σε τόπο και
χρόνο, σε αισθήματα και σε βιώματα, στους «ιστούς
του γαλαξία», σε δημιουργίες λόγου και τέχνης. Χαρακτηριστικό δείγμα: «Γράφει με φως. / Φωτογραφίζει ταξίδια
ψυχής. / Ο Ζωγράφος / ανάβει / με το αίμα του το σύμπαν. / Ζωγραφίζει / την
αυτόματη ροή/ των αισθημάτων. / Σκιαγραφεί / τις νοητές ευθείες των σωμάτων./
Χαραζει / την αέναη ανάπλαση της ύλης. / Τρέχει...»
Το
βιβλίο ολοκληρώνεται με το δοκίμιο του Ηλ. Τουμασάτου «Ο Κόσμος στο ποιητικό
σύμπαν του Κώστα Ευαγγελάτου». Και ο
Κ.Ε. συνεχίζει τη δημιουργική του πορεία στην Τέχνη - ζωγραφική, ψηφιακές
εικόνες, κατασκευές, ποίηση, στην Αθήνα, στην Κεφαλονιά, στον έξω κόσμο. Και
πιστεύω πως έχει πολλά ακόμα να δώσει.
Γεράσιμος Α. Ρηγάτος
Συγγραφέας, Επίτιμος Διδάκτωρ
Παιδαγωγικού
και Αμ. Επικ. Καθηγητής Ιατρικής
Πανεπιστημίου Αθηνών.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
ΚΩΣΤΑΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ – Εγκάρσια πτήση
«Εγκάρσια
πτήση», ονόμασε ο Κώστας Ευαγγελάτος, τη νέα ποιητική συλλογή, που κυκλοφόρησε
από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ.
Ποιος
μιλάει, ποιος ακούει, ποιος βλέπει εκείνον που κοιμάται με τ’ αγάλματα,
ζωγραφίζοντας πίνακες και νανουρίζοντας στίχους; Στα σκοτεινά αμύνεται ο
ποιητής, ο ζωγράφος, τρώγοντας τις σάρκες του, σε τρομαγμένους ξύπνιους. Κι
είναι τα οράματα ορατά, στο εικαστικό και ποιητικό σύμπαν του Κώστα
Ευαγγελάτου.
Άφατες
πτώσεις, σε «εγκάρσιες πτήσεις». Ισόβια τυλίγουν
σώματα άγνωστα που τύλιξαν την αιωνιότητα. Αμετανόητοι εραστές, φίλησαν χώματα,
με πόδια γυμνά. Κόμποι της αγρύπνιας κράτησαν δεμένο το χέρι της δημιουργίας,
σε αξημέρωτα βράδια, φτερουγίζοντας την ακινησία, για να δοθεί η χάρη της
κίνησης σε χρώματα και λέξεις. Άλλα είναι τα βράδια, που ενδίδει στους
ανένδοτους έρωτες της νύχτας, σαγηνεύοντας αισθήσεις, στις εγκεφαλικές
κατακόμβες της μνήμης, στη στοργική απομόνωση της σαγήνης.
Στις
γυμνές μετώπες των σωμάτων, καταπίνεται το μελάνι στο χαρτί και στον καμβά της
υπομονής. Σκόρπια φύλλα που ευλαβικά ταξινομούνται στις γραμματοσειρές της
ελπίδας. Για ν’ ανατείλουν τα όνειρα
στου ουρανού το απέραντο, με ξάστερα συναισθήματα. Τόσες και τόσες αϋπνίες
χρόνων ξεκούρδιστων, συνέλλεξαν ψιθυρισμούς άστρων, με χαρακιές πικρές, για να
μπαινοβγαίνουν οι λάμψεις στους πίνακες και τα ποιήματα, στα περιγράμματα της
νύχτας.
Ο
Κώστας Ευαγγελάτος ζωγραφίζει με λέξεις και γράφει, ζωγραφίζοντας τις
αισθητικές εμπειρίες, με ψυχικό καθαρμό, τις εγκεφαλικές ιδεογραφίες του. Με
συγκεκριμένη εξπρεσιονιστική διάθεση εξαγνίζεται η συγκινησιακή ζωή του, τόσο
στα ποιητικά όσο και στα ζωγραφικά έργα του. Πίσω από τα νοήματα κρύβεται ο
δραματικός λόγος του ποιητή. Διδάσκεται, κατά τον Αριστοτέλη, από πάθη και ηδονές, που είναι
χρήσιμες, για την πραγματοποίηση της αρετής και της ευδαιμονίας,
πειθαρχώντας, για να επέλθει η ψυχική
ισορροπία με την αρμονία της αλήθειας. Ο
ποιητής δημιουργεί στην ποίηση, εκείνο που δημιουργεί και με την ζωγραφική,
αντιμετωπίζοντας τα ποιήματα ως ακέφαλα σώματα, που όμως αποτελούν μία
ξεχωριστή οντότητα στο ποιητικό γίγνεσθαι.
Η
εποπτική αναγκαιότητα της μορφής, τον οδηγεί σε αφαιρετικές αποφάσεις στον
τρόπο παρουσίασης των λέξεων, που όμως εμπεριέχουν την τεκτονική κατασκευή ενός
ολοκληρωμένου έργου. Τι κι αν είναι σπαράγματα μικρού μήκους, στο μήκος του
χρόνου, αποτελούν μηνυματικά επιγράμματα στις ορατές τοιχογραφίες με μορφή,
σχήμα, εικόνα. Με αυτονομία και προσωπική νομοτέλεια, συμβολίζει το ψυχικό
περιεχόμενο, για να συγκινήσει αισθήσεις
.
Με
την αιχμή του δόρατος φυτεύει όνειρα για να αναδυθεί στο μέλλον, σε κατοικημένα
φλεγόμενα νερά ως να λάμψουν οι λειμώνες της αγάπης. Γιατί ακόμα κι η αγάπη στο
λόγο του ερμηνεύεται με εικαστικούς όρους.
*
Νύχτα
φυτεύεις όνειρα.
Πρωί
βλασταίνουν δόρατα.
Κόκκινος
αναδύεσαι στο μέλλον.
*
Παλιοί
νεκροί σου γνέφουν
και
σ’ αγκαλιάζουν στοργικά.
Δεν
θέλεις να ξυπνήσεις.
*
Όραση
αχτίνα της αλήθειας
υφαίνει
βάτα σε φλεγόμενα νερά
ανάβει
πίδακες σε υψίπεδα χιονιού
σκάβει
στις τέφρες της ψυχής σου
φωτίζει
τους λειμώνες της αγάπης.
*
Όλα
πενθούν
στον
κήπο της Αγάπης.
Φέτος
δεν ήρθαν τα πουλιά.
Ο
ποιητής ακολουθεί το υποσυνείδητο με παύσεις στα τεκταινόμενα, συλλαβίζοντας
αφές και γεύσεις. Δεν επιδιώκει εύπεπτες
γραφές και αναγνώσεις. Το σύμπαν που τόσο λάτρεψε μετασχηματίζεται σε προσωπικό
σύμπαν ανάλγητου πόνου, που κρύβει στις ρωγμές του χρόνου. Πάνω από τάφους
νεκρών εκπλήξεων, δακρύζει το δάκρυ των ψυχικών καιάδων, απενοχοποιώντας
στιγμές που κατακτήθηκαν στα αιμάτινα πεδία των
αγγιγμάτων.
*
Νοιώθεις
τα πάντα
από
τους ήχους της φωνής
απ’
τους απόηχους της συνείδησης
απ’
τους υπέρηχους της θέλησης
από
τις παύσεις της αλήθειας.
*
Αφού
θρηνώ εγώ
γιατί
να κλαις κι Εσύ
που
’χεις πεθάνει;
*
Διψώ
ιδρώτα
Μετρώ
αστέρια φονικά
Εκλιπαρώ
το σκότος
Διαβάζω
τους κορμούς
Εξαγνίζω
τη λάσπη
Φύομαι
ανένδοτος.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ
Ι
Γράφω
στο σώμα σου σινιάλα
γρίφους
καρφιά του έρωτά μας
σύμβολα
του Εγώ μου που μισείς.
Στο
ποίημα «εγκάρσια πτήση», ανιχνεύουμε εκείνα που έντεχνα ο ποιητής αποκρύπτει.
Είναι η υπαρξιακή αγωνία του όντος, στα γαλαξιακά οροπέδια της αυτογνωσίας. Με
το αίμα του γράφει ιριδισμούς συναισθημάτων, που πλήγωσαν το φθαρτό των
άφθαρτων αποτυπωμάτων της μνήμης. Δεν θ’ ανάψει κερί εθελούσιας εξόδου στη λήθη.
Αναπλάθει
εκείνο που πέρασε με σφοδρότητα σε φονικές ώρες, παραπαίοντας με βηματισμούς
άγονους, στις ωδίνες του πάθους. Κρύπτες μυστικές και απολιθώματα πόθων
περιπολούν, για να βυθισθούν μετά στη γη του ιδεατού κόσμου του, ως να ανασύρει
μετασχηματισμένες πια δονήσεις, στην ιχνογραφία των νοημάτων.
Εξομολογεί
την αυτόματη ροή πόθων και συναισθημάτων που αλιεύτηκαν στο δριμύ του άφατου
θανάτου. Ο ποιητής μεταγγίζει ανομολόγητους πόθους. Τους αρματώνει για
άγνωστους πόντους στα νερά της προσδοκίας , με ρακένδυτους έρωτες να επιχειρούν
ζωγραφικές με λέξεις. Καταλύουν τον χρόνο σημαδεύοντας την ώρα των εγκάρσιων
πτήσεων, εξαντλώντας όνειρα σε αποβάθρες που πάτησαν πέλματα γυμνά. Ευάλωτα
αποτυπώματα ανθρώπων προσκυνούν πάθη ερώτων, στης αυγής τα χαρακώματα, στις
εξερευνήσεις του ενστίκτου, περισφίγγοντας
ακέφαλα γλυπτά στης συνουσίας το σμίξιμο.
ΕΓΚΑΡΣΙΑ
ΠΤΗΣΗ
Β
Γράφει
με φως.
Φωτογραφίζει
ταξίδια ψυχής.
Ο
Ζωγράφος
ανάβει
με
το αίμα του το σύμπαν.
Ζωγραφίζει
την
αυτόματη ροή
των
αισθημάτων.
Σκιαγραφεί
τις
νοητές ευθείες των σωμάτων.
Χαράζει
την
αέναη ανάπλαση της ύλης.
Τρέχει
στο
χάσμα
που
η γλώσσα τιθασεύει
μ’
αρχέγονη
σφοδρότητα
και πάθος
το
άφατο
και
σκοτεινό της γνώσης.
ΙΙΙ
Τρέχεις
κι Εσύ
τραγουδώντας…
Των
απολίδων είμαι θυρεός
κι
ο τραγικός της νύχτας σκύλος.
Της
μέρας είμ’ ο ίσκιος ο χλωμός
και
της αρχαίας γυμνότητας ο φίλος.
Μόνος
στο ύψος του βουνού
πόνου
ωδές με συνειρμούς συνθέτω
κι
αν το κορμί μου άναρχα αποθέτω.
Υπάρχει
πάντα η ελπίδα του Θεού.
Εγώ
που ψάχνω για δροσιά
στις
μυστικές κοιλότητες των βράχων
και
στα αποτυπώματα ευάλωτων πελμάτων
ανθρώπων
που εγκάρσια βυθίζονται στη γη.
VI
Εγκάρσια
πτήση
στο
απύθμενο του «είναι»
φορτίζει
κύτταρα
του
σύμπαντος της γνώσης
με
καλπασμό αγάπης κυβικής.
Βλέπεις
κι Εσύ
κατανοώντας…
Ο
κόσμος που ταξίδεψες Υπάρχει.
Κάθε
ψυχή που ταξιδεύει Ζει.
Η
ποίηση του Κώστα Ευαγγελάτου εμπεριέχει τεκμήρια αθωότητας του λόγου. Ματώνουν
οι ευαίσθητοι ονειροπόλοι, βρέχοντας ψιθυριστά λέξεις πάνω σε ακέφαλους κορμούς
και ποιητικά σώματα. Μια υποψία
ζωγραφισμένης ανταύγειας, εγκληματεί με την αιωνιότητα στα υψίπεδα της
ποιητικής και εικαστικής τέχνης.
Ακολουθούμε
τις ανάσες σε μυστικούς διαδρόμους της υπαρκτής ανάπλασης των αισθήσεων, στις
ταριχευμένες θύμησες των υποσχέσεων, μιας ποίησης ουσιαστικής και εγκεφαλικής
απόλαυσης.
ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ
Λογοτέχνις, κριτικός
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο κόσμος στο
ποιητικό σύμπαν του Κώστα Ευαγγελάτου
Δρ. Ηλίας
Τουμασάτος
Ο Κώστας Ευαγγελάτος,
εικαστικός, περφόρμερ, θεωρητικός της τέχνης και ποιητής ξεκίνησε την εικαστική
και λογοτεχνική του σταδιοδρομία στην Κεφαλονιά – μεγάλωσε σε έναν κόσμο που
βρισκόταν σε μια πολύχρονη και επίπονη διαδικασία οικονομικής, κοινωνικής και
πνευματικής ανασυγκρότησης μετά τους σεισμούς του 1953, ενώ ταυτόχρονα
κουβαλούσε την κληρονομιά ενός ολότελα χαμένου κόσμου. Δύο κόσμοι ανταγωνίζονταν
δηλαδή εξαρχής στην αισθητική του διαμόρφωση – ο ένας αδυσώπητα παρών, και ο
άλλος ως απόηχος μιας εποχής που ο ίδιος δεν έζησε. Φεύγοντας αργότερα από το
νησί, όπως και πολλοί άλλοι Κεφαλονίτες καλλιτέχνες και λογοτέχνες από τα
χρόνια της Ένωσης και μετά, θα επιχειρήσει να δημιουργήσει ο ίδιος τον δικό του
κόσμο εντασσόμενος στην αθηναϊκή πραγματικότητα, συνθέτοντας παράλληλα και
προσωπικούς, καλλιτεχνικούς κόσμους. Εμείς, σήμερα, θα επιχειρήσουμε να
εξετάσουμε επιγραμματικά το αποτέλεσμα της σύνθεσης όλων αυτών των πολλών και
διαφορετικών κόσμων στο ποιητικό του σύμπαν, όπως αυτό ξετυλίγεται στις
ποιητικές του συλλογές, από την πρώτη («Ποιήματα 1973-‘75») έως την πιο
πρόσφατη.
Στους στίχους των πρώτων ποιημάτων του, που γράφονται όπως
είπαμε στο Αργοστόλι, και που, σαν τις φωνές των εφήβων αγοριών «παίζουν»
ανάμεσα στις μορφές της παλαιάς και της μοντέρνας ποίησης είναι διάχυτη η
ανησυχία και η εσωτερική αναζήτηση ενός
νέου που από το κατώφλι του σπιτιού του προσπαθεί να αγναντέψει τον κόσμο. Που
ο κόσμος είναι όλος δικός του – όλη η ζωή είναι μπροστά του, αλλά και ολότελα
ξένος. Που αναγκαστικά το ποιητικό του σύμπαν περικλείεται στον ψυχικό του
κόσμο, αφού ακόμη ο πραγματικός κόσμος είναι άγνωστος.
Τα χρόνια που ο Ευαγγελάτος
βρίσκεται πλέον στην Αθήνα είναι τα χρόνια των σπουδών στη Νομική Σχολή της πόλης,
μια σχολή που εκτός από τετράγωνη και ίσως ασφυκτική για ένα νέο με
καλλιτεχνικές τάσεις, μοιάζει και με παιδική αρρώστια. Υποφέρεις, αλλά η σκέψη
σου αποκτά αρκετά αντισώματα, τόσα, ώστε να μη χρειαστεί να περάσεις το ίδιο
ζόρι ξανά. Η ποίηση του νεαρού παιδιού που φεύγει από μια επαρχιακή πόλη για να
βουτήξει στη χοάνη της Αθήνας, φαίνεται σαν να ηλεκτρίζεται από την καινούρια
πραγματικότητα, ουσιαστικά από την απελευθέρωση από τις συμβατικότητες της
επαρχίας. Η γλώσσα του απελευθερώνεται, οι μορφές απελευθερώνονται. Σε όλο το δεύτερο
μισό της δεκαετίας του 1970, αλλά και ουσιαστικά μέχρι το τέλος αυτής της
πρώτης περιόδου, ο ποιητής ωριμάζει αναφλεγόμενος και πειραματίζεται χωρίς να
φοβάται να εκθέσει, να εκτεθεί, να προκαλέσει, να κάνει φωναχτούς εσωτερικούς
μονολόγους, να τσαλαπατήσει ιδεολογικά σύνορα. Τέτοιοι πειραματισμοί ίσως ήταν πρώιμοι σε
έναν τέτοιο κόσμο – ωστόσο σήμερα, ψυχραιμότερα, μπορούμε να διακρίνουμε πολλά
πολιτικά στοιχεία στα ποιήματα του .
Αυτό που όμως αρχίζει να
διαφαίνεται σαν προγραμματική αρχή στην ποίηση του Ευαγγελάτου είναι η ερωτική ελευθερία ως πηγή της επιζητούμενης
ευτυχίας. Θα προσφύγουμε στα «Γραφήματα ‘77» για να αλιεύσουμε ένα ακόμη
γνωμικό του, που νομίζω ότι αποτελεί την πεμπτουσία ολόκληρης της ποιητικής του
περσόνας:
Ζωή: ο μέσος και
άκρος λόγος της Ποίησης και του Έρωτα.
Η ποίηση των χρόνων αυτών Η τολμηρή τολμηρή επίλυση [1977], (Γραφήματα
’77 [1978], Το Δωμάτιο [1980], Μυθογράφημα [1983]), έχει την αγριότητα της
ερωτικής απελευθέρωσης, την ειρωνεία ενός ανθρώπου που ξαφνικά μπαίνει στη ζωή
με την ακράδαντη θέληση να τη ζήσει ως το μεδούλι, έχει την πλήρη αποενοχοποίηση
της ερωτικής πράξης, έχει την πλήρη αποενοχοποίηση της ποιητικής ελευθεροστομίας
.
Δειλά
χείλια χέρια τείνοντας.
Συνουσία
λειτουργία νιότη μανία.
Ορθός
φαλλός τρίο εγχόρδων
Παιγνίδι
θανάτου κρεβάτι ηδονής.
[…]
Έρωτας
βωμός Έρωτας νόμος.
Μπράτσα
τανάλιες πόδια κίονες.
Στέρνο
φυτώριο δάσος ρητίνης.
Γλώσσα
μαγνήτης στα σκέλια ανάμεσα.
από το Δωμάτιο (1980)
Θα μεσολαβήσει ένα ποιητικό
κενό μιας δεκαετίας μέχρι την επόμενη συλλογή, την «Οθόνη των ονομάτων» (1996) που μαζί με την «Ροπή της Μνήμης» (1999), ουσιαστικά είναι η τελική κατάθεση του
ποιητή Ευαγγελάτου για τον 20ό αιώνα, που θα συνοψιστεί στην συγκεντρωτική
έκδοση «Αλέα Προσομοίων» το 2002. Μέχρι τώρα είχαμε γνωρίσει τον ποιητή που
πάσχιζε να ανακαλύψει τον εαυτό του, που ως ένα βαθμό τον ανακάλυψε, και
προσπάθησε να αποτυπώσει τον πραγματικό ή φαντασιακό χάρτη της ίδιας του της
ύπαρξης. Ο ποιητής, το σώμα του, οι αγαπημένοι άνθρωποι, τα σώματά τους, το
παρελθόν, ο γενέθλιος τόπος, κοινώς: το σώμα του ποιητή και οι δορυφόροι του.
Στο γύρισμα του εικοστού αιώνα, ο Ευαγγελάτος μοιάζει με τον άνθρωπο που έχει
χαρτογραφήσει τον πλανήτη Γη (ή έτσι νομίζει) σπιθαμή προς σπιθαμή και τώρα
αρχίζει να κοιτά ψηλά: κάπου έξω από τον εαυτό του και τους δορυφόρους του. Η
ποιητική του φωνή μοιάζει να θέλει να γίνει πιο δυνατή – να αντηχήσει εκεί
μακριά στον έξω κόσμο και να ξαναγυρίσει σαν αντίλαλος μέσα του, να καταδυθεί
στα βάθη των θαλασσών που κρύβει η διαμορφωμένη καλλιτεχνική του περσόνα, και
λουσμένη απ’ αυτά τα βάθη – από τη μνήμη, τα βιώματα, τις σταγόνες του
εξωτερικού κόσμου που πέφτουν σαν ποιήματα πάνω στο πρόσωπό του. Το ερωτικό
στοιχείο είναι συχνά παρόν – συχνά αντικαθίσταται από τη μοναξιά, μα τώρα
υπάρχει κι εκείνος ο κόσμος εκεί έξω.
Μέρα
σινιάλο ταραχής
πορεία
απελπισμένων.
Βουβή
εσπέρα θηλασμού
στα
μπράτσα των ανέργων.
Ακούω
ακόμη τις κραυγές
τους
κρότους, τις σειρήνες
πέτρες
και βόμβες φονικές.
Σπονδή
ευλαβική
σε
ηρωικούς πεσόντες.
από τη Ροπή της Μνήμης (1999)
Το παρελθόν αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερο βάρος –
επειδή αρχίζει να είναι περισσότερο αξιοσημείωτο μέγεθος. Οι μνήμες
διαταράσσουν την αρμονία – σωματική του έρωτα ή συμπαντική της ποίησης. Ο
ποιητής συνειδητοποιεί ότι κανένα επαναστατικό κίνημα, κανενός είδους
απελευθέρωση δεν μπορεί να σε απαλλάξει από το παρελθόν σου.
«Η Ελεγεία των Εκβατάνων», η τελευταία ως τώρα
συλλογή του Κώστα Ευαγγελάτου, που κυκλοφόρησε το 2006 βρίσκει αντιμέτωπο τον ίδιο αλλά και το
ποιητικό του σύμπαν με έναν ολότελα διαφορετικό κόσμο. Η 11η
Σεπτεμβρίου του 2001 είναι η ημερομηνία – ορόσημο στην οποία αυθαίρετα
τοποθετούμε, όπως πάντοτε συμβαίνει, το τέλος του μεταψυχροπολεμικού κόσμου της
«νέας τάξης πραγμάτων». Από τότε, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια
πρωτόγνωρη για τους πολιτισμένους καιρούς μας παγκόσμια βαρβαρότητα, μια άνευ
προηγουμένου έκρηξη αδικαιολόγητης βίας και ανθρωπιστικών καταστροφών, που όταν
προέρχεται από τα πολιτισμένα έθνη βαφτίζεται αυτοάμυνα, όταν προέρχεται από
την Ανατολή βαφτίζεται τρομοκρατία. Η βία της εξουσίας βαφτίζεται δημόσια
ασφάλεια, η βία των αδυνάτων βαφτίζεται οχλοκρατία. Τα Εκβάτανα κάθε μορφής γίνονται και πάλι
αντικείμενο διεκδίκησης, και αυτή τη φορά για τα πλούτη τους, μόνο που τώρα
τόσο η διεκδίκηση όσο και η άμυνα δεν γνωρίζουν κανέναν κανόνα. Ο μόνος κανόνας
που ισχύει είναι η κάθε φορά πολλαπλασιαζόμενη βία ως αντίδραση στην
προηγούμενη βία.
Αν η τέχνη και η ποίηση προσφέρουν
στον καλλιτέχνη ένα καταφύγιο για να μπορέσει να αντέξει το βάρος του κόσμου
γύρω του, αυτό το καταφύγιο για τον ποιητή έχει βομβαρδιστεί. Δεν μπορώ να σας
πω ποιοι είναι οι υπαίτιοι, πάντως βρίσκονται έξω από την ποιητική περσόνα. Η
στάση του ποιητή απέναντι στα πράγματα αλλάζει, επειδή οι εσωτερικές του φωνές
σκεπάζονται πολύ συχνά από τις φωνές του εξωτερικού κόσμου, αυτές που ήδη είχαν
αρχίσει να ακούγονται δειλά -δειλά στο προηγούμενο έργο του, αυτές που η
κατάσταση των πραγμάτων τον αναγκάζει, αλλά και ο ίδιος είναι πλέον έτοιμος να
ακούσει. Το κουκούλι της ασφάλειας που προσφέρει η τέχνη καταστρέφεται και οι
δυνάμεις του έξω κόσμου αρχίζουν να εισβάλλουν στο μυαλό και την ψυχή του
ποιητή. Η έξωθεν συγκυρία αλλά και ο εσωτερικός του κόσμος τον καθιστούν έτοιμο
να ακροβατήσει ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον εντός κόσμο, όπου η τρικυμία
προκαλείται από τον ποιητικό οίστρο, και τον νεοφερμένο εκτός κόσμο – όπου
πρωταγωνιστεί η άλογη βαρβαρότητα.
Ο βόμβος των
ανθρώπων σε τρελαίνει
κλείνει ο λαιμός
και χάνεται η φωνή
μετακομίζεις στης
απελπισίας το γκέτο
ακίνητος στο
πάγωμα του χρόνου
γίνεσαι άγαλμα
στο κέντρο της πλατείας
σήμα εκτόνωσης
παιδιών και αναρχικών
δέχεσαι
γλειφιτζούρια από μολότοφ.
Η αναίτια και άλογη βία είναι
πραγματικότητα, είναι αληθινή όσο αληθινή ήταν η αναίτια και άλογη ηδονή της
ερωτικής ποίησης του Κώστα Ευαγγελάτου. Μιλά σε δεύτερο πρόσωπο στο μεγαλύτερο
μέρος της συλλογής του και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στο ποιητικό του έργο.
Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως: Θα μπορούσε κανείς να πει, σε μια
πρώτη ανάγνωση, ότι προσπαθεί να σταθεί στο μεταίχμιο του εαυτού του και των
εξωτερικών ερεθισμάτων, ή ότι επιχειρεί να δει τον εαυτό του μέσα από το
σπασμένο καθρέφτη του καινούριου κόσμου, ή, πάλι, ότι επιχειρεί να
επαναδιατυπώσει την ποιητική του κοσμοθεωρία, σαν να συμμετέχει σ’ ένα ταξίδι
προς τη γνώση, όπου επιχειρείται ένας συγκρητισμός ανάμεσα στο παρελθόν και το
παρόν, μία σύνθεση ανάμεσα στα δυο γενεσιουργά στοιχεία του κόσμου – τον Έρωτα
και τον πόλεμο – δύο γενεσιουργά στοιχεία τα οποία μπορούν να αποβούν μέχρι και
θανατηφόρα.
Ο Ευαγγελάτος έχει, ήδη από τον
καιρό των ποιημάτων που συμπεριλήφθηκαν στην «Αλέα», κατακτήσει τα εκφραστικά
του μέσα. Οι διακειμενικές αναφορές σε τεχνικές και μορφές που έχει
χρησιμοποιήσει στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές είναι σαφείς. Έχει πλέον τον απόλυτο έλεγχο στα πρωτογενή
υλικά της ποιητικής του τέχνης, αυτά τα οποία στα πρώτα ποιήματα επιχειρούσε να
δαμάσει. Αυτό που δεν δαμάζεται είναι ο ποιητικός οίστρος, καθώς ο ποιητής
συνειδητοποιεί ότι δεν είναι μόνος σ’ αυτό τον κόσμο – ότι ο εσωτερικός του
μονόλογος είναι απλά ένας ψίθυρος μέσα στις πανανθρώπινες κραυγές.
Δεν μετριάζονται η αγάπη για τη ζωή,
η φιληδονία, η ερωτική διάθεση – συχνά σκιάζονται όμως από μια ρεαλιστικότερη
θέαση των πραγμάτων, που δεν είναι ψυχραιμότερη, είναι πιο απελπισμένη. Η
επίθεση του έξω κόσμου δεν καταργεί τη μνήμη, δεν αναστρέφει τη ροπή της, δεν
σβήνει από την οθόνη τα ονόματα, δεν καταστρέφει την αλέα, τη γεμίζει με
φθινοπωρινά φύλλα – είναι τα φύλλα της ωριμότητας ή της προσδοκίας μιας
καινούριας αρχής;
Τα όπλα και τα σημάδια της ερωτικής
πράξης συνυπάρχουν. Ο πόλεμος και ο έρωτας είναι δύο διαφορετικές όψεις της
ίδιας αχόρταγης δίψας του ανθρώπου να κατακτά και να κυριεύει, να ηγείται και
να λατρεύεται. Ανάλογη είναι και η δίψα του ανθρώπου που ξεπηδά μέσα από την
τέχνη. Κατά βάθος η ζωή μέσα από την τέχνη είναι ένα ερωτικό κάλεσμα, ή αλλιώς
μια πρόσκληση σε υποταγή. Όπως κι ο πόλεμος, ο έρωτας και η τέχνη δεν είναι ο
σκοπός, αλλά το μέσο. Και το παιχνίδι
του έρωτα είναι παιχνίδι πολεμικό, με διεκδικούμενες περιοχές και γκρίζες
ζώνες.
Ας μην θεωρήσουμε, ούτε για μια
στιγμή ότι η «Ελεγεία των Εκβατάνων» είναι μια πεσιμιστική συλλογή – ούτε ότι
είναι μια στρατευμένη συλλογή. Δεν είναι μια καταγγελτική κραυγή απόγνωσης για
τον καινούριο τρομακτικό κόσμο στον οποίο βρεθήκαμε (ή νομίζουμε ότι ξαφνικά
βρεθήκαμε, αφού η Ιστορία μας διδάσκει ότι πάντοτε ήμασταν εκεί). Ο ποιητής δεν
σάστισε επειδή ξαφνικά ανακάλυψε αδηφάγες υπερδυνάμεις, αδικημένους που
απαντούν στη βία με χειρότερη βία, αθώα θύματα, ανθρωπιστικές καταστροφές. Όλα
αυτά δεν εφευρέθηκαν τώρα, ούτε καν ανακαλύφθηκαν τώρα. Οι ανθρώπινες κοινωνίες
και οι ανθρώπινοι πολιτισμοί τα είχαν πάντοτε στις γενετικές τους αποσκευές
τους, όπως στις γενετικές αποσκευές του καθενός από εμάς βρίσκεται η δυνατότητα
να σκοτώσει. Απλά η βαρβαρότητα κάποτε ήταν περισσότερο αθώα και αγνή.
Εκδηλωνόταν αφτιασίδωτη, παρουσιαζόταν μπροστά μας χωρίς καμία μάσκα. Τώρα;
Οι τυμβωρύχοι
συντάσσουν τους
κανόνες
της ηθικής
νεοπλασίας
με τηλεδιακόσμηση
των συλημένων
τάφων.
Οι τυμβωρύχοι
κοκαλώνουν
όταν οι λέξεις
γίνονται διαμάντια.
«Οι λέξεις γίνονται διαμάντια».
Οι ποιητικές λέξεις φτιάχνουν έναν
καινούριο κόσμο. Που όσο κι αν είναι ονειρικός, δεν μπορεί παρά να κουβαλάει
την ανάσα αυτού εδώ του κόσμου, αφού είναι φτιαγμένος από τα υλικά του.
Αυτή την ανάσα του κόσμου
αφουγκράστηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά ο Κώστας Ευαγγελάτος στην «Ελεγεία
των Εκβατάνων». Πραγματοποίησε το ταξίδι
του από την ταπεινή οδό Εκβατάνων, όπου ζούσε ως φοιτητής στην θρυλική πρωτεύουσα
των Περσών κι από κει στη δική μας ψηφιακή εποχή, την εποχή της υψηλής
τεχνολογίας και της συγκαλυμμένης θηριωδίας:
Αλυσίδες πίστης
φυτίλια
αλγορίθμων
ροή ολέθρου στο
φως της δύσης.
Ανατολή και Δύση – δυο κόσμοι που
έχουν αλληλοαναγορευθεί αντίπαλοι δεκάδες φορές στο διάβα μας ιστορίας- μόνο
που τώρα η αντιπαλότητα μοιάζει να μην έχει προσχήματα – η στρεψοδικία είναι
πια βασικό επιχείρημα, και ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να ορθώσει το ποιητικό
του οικοδόμημα πάνω σε στάχτες, να ονειρευτεί μέσα από καπνούς, να ερωτευτεί
κάτω από την κλαγγή των όπλων, να ρεμβάσει ανάμεσα στα χιλιάδες πλάνα
ανθρώπινου πόνου που περνούν μπροστά από τα μάτια μας πλέον τόσο ανώδυνα και μας
μοιάζουν τόσο φυσικά, που σε λίγο θα τα απολαμβάνουμε κιόλας, ως θέαμα σε
ρωμαϊκή αρένα.
Το ποιητικό ταξίδι συνεχίζεται. Με
συνθήκες αλλιώτικες – καθώς ο ποιητής αισθάνεται απροστάτευτος, αλλά και
ποντοπόρος στην τρικυμιώδη πραγματικότητα – τρομακτική όσο και συναρπαστική στα
μάτια του. Στην ρωμαϊκή αρένα του σήμερα ο ποιητής γίνεται πότε θεατής και πότε
μονομάχος. Γιατί αυτή η εποχή έχει μια βαρβαρότητα, αλλά και μια παράλληλη
ομορφιά νέου τύπου. Η επανάσταση της τεχνολογίας έχει δώσει τη δυνατότητα σε
χιλιάδες φωνές να ακουστούν από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής τους. Αλλά
ταυτόχρονα έχει στερήσει και στον
σύγχρονο άνθρωπο την ευκαιρία να γευθεί την τέχνη χωρίς τον «θόρυβο» αυτής της
πανσπερμίας φωνών. Όλα περνούν και χάνονται μπροστά από τα μάτια μας με τέτοιες
ταχύτητες που είναι πολυτέλεια να προλάβουμε να ρίξουμε σ’ αυτά περισσότερο από
μια ματιά. Για τον καλλιτέχνη και τον ποιητή αυτό είναι εξοντωτικό, όσο είναι
και πρόκληση. Μετά την Ελεγεία, ο
Κώστας Ευαγγελάτος συνεχίζει την ποιητική του περιπέτεια, με την κυριολεκτική
έννοια του όρου: Ποιητική περιπέτεια σημαίνει να περιπλανιέσαι σ’ αυτόν τον
κόσμο δημιουργώντας νέους κόσμους, που δυνητικά μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο
μέσα στον οποίο περιπλανιέται, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να καταργήσουν άλλους ή
απλά να αυτοκαταργηθούν, με το απλό πάτημα ενός delete στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή.
Μ' ένα delete
σβήνεις εικόνες
φωτογραφίες χαράς
σε τόπο ξένο
Το μυαλό μολύβι
φορτωμένο
Η μνήμη δρέπει
λάφυρα κοιτώνες.
από τη Διαπίστωση (2007)
Σ’
αυτόν τον καινούριο κόσμο, σ’ αυτήν την καινούρια περιπέτεια, ο ποιητής δεν
παγιδεύεται στα δίχτυα της απόγνωσης – της αίσθησης ότι η δικιά του φωνή δεν
έχει τη δύναμη να ακουστεί μέσα σε όλον αυτόν τον θόρυβο του εύκολου, της
μαζικής παραγωγής και διάδοσης που ευνοείται από τη χοάνη του Διαδικτύου. Γιατί
μπορεί πλέον ν’ ακούσει τη δική του φωνή, να ξεχωρίσει τη δικιά του χροιά μέσα
στο πολύβουο μελίσσι της μαζικής παραγωγής λόγου. Και έχει τη δύναμη να
αναζητήσει, και να προσελκύσει με αυτή του τη φωνή, την ομορφιά: Εκείνη την
ομορφιά που παραμένει αναλλοίωτη – γιατί κουβαλάει μέσα της το αρχέγονο κύτταρο
του ωραίου, αυτό που δεν μπορεί να αλωθεί, δεν μπορεί να σβηστεί από το εφήμερο
φως της οθόνης του υπολογιστή που αναβοσβήνει μπροστά στα μάτια όλων μας και
ανεβοκατεβάζει αξίες. Αυτή ίσως είναι και η αποστολή του: να διακρίνει, να
υπογραμμίζει και να γεννά το αρχετυπικά ωραίο, αυτό που οι άλλοι προσπερνάμε με
μια αποστροφή του βλέμματος ή με ένα κλικ του ποντικιού:
Έρεισμα πίστης
Ξώμβουργο παλιό
Ωραία Τήνος
Μεσημβρινός αέρας
Βόμβος
περιστεριών
Ονόματα γλυπτά
Υφάνσεις
ακανθώδεις
Ρεύματα σκόνης
Γιγάντιοι λίθοι
Οντότητες
θαυμάτων
Ες Τήνον (2009)
Ο
ποιητής γνωρίζει ότι η τέχνη του δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο – όπως είπαμε
η τέχνη είναι ένα κατάστημα που δεν επιδιορθώνει παλιούς κόσμους αλλά μας προμηθεύει
με νέους. Αλλάζει όμως τη ματιά του απέναντι στον κόσμο, προχωράει την ποιητική
ρότα που άρχισε να χαράζει από μικρό παιδί στο υπήνεμο λιμάνι της Κεφαλονιάς,
τώρα που έχει πλεύσει στα βαθιά και όπως φαίνεται η τρικυμία έχει αγριέψει. Ποια
είναι η λύση;
Η τέχνη δεν δίνει λύσεις. Η τέχνη μας
μπορεί να νικήσει μόνη της τη
βαρβαρότητα. Είναι όμως το πιο ισχυρό αντίδοτο ενάντια σε κάθε μορφής
βαρβαρότητα, σε κάθε μορφής βία. Η συγκίνηση που μας χαρίζει η τέχνη μπορεί να
μας δώσει δύναμη για αντίσταση. Γιατί η τέχνη μας δίνει την ευκαιρία να συγκινηθούμε.
Και μπορεί, αν συγκινηθούμε με την τέχνη, να συγκινηθούμε και με αυτά που
συμβαίνουν γύρω μας. Η συγκίνηση, όπως και ο πόλεμος και το μίσος, δεν έχουν
πατρίδα. Και αφού συγκινηθούμε, να κινηθούμε: να ψάξουμε, και να ανακαλύψουμε
το δικό μας τρόπο, που υπάρχει μέσα μας, για να αντισταθούμε έμπρακτα στη
βαρβαρότητα – τόσο την παλιά γνωστή διαχρονική βαρβαρότητα των ανθρώπων, όσο
και τη φαινομενικά ανώδυνη της υψηλής τεχνολογίας, εκείνη που είναι περισσότερο
επικίνδυνη γιατί εισβάλλει μπροστά στα μάτια μας χωρίς να σπάσει καμιά πόρτα,
αλλά με την απόλυτη συγκατάθεσή μας, μέσα από το καλώδιο μιας ευρυζωνικής
σύνδεσης.
Η διέξοδος ίσως για τον καλλιτέχνη,
τόσο τον εικαστικό όσο και τον ποιητή, είναι να σκαλίσει το εργαστήριό του, να
ακονίσει τα εργαλεία του, να αντιμετωπίσει την καινούρια πραγματικότητα
εφευρίσκοντας νέους δρόμους που οδηγούν στη συγκίνηση – να προτιμήσει να μη
μονομαχήσει με το άλογο της νέας τεχνολογίας, απλά να το κάνει δικό του και να
ιππεύσει προς το μέλλον. Στο αυτοαναφορικό ποίημα «Εγκάρσια Πτήση» ο
Ευαγγελάτος δεν κάνει απλά μια αναδρομή στα σύνεργα της εικαστικής και
ποιητικής του τέχνης. Αποκαλύπτει, εν είδει προγραμματικής διακήρυξης, τον
στρατηγικό του στόχο για το μέλλον. Με πλήρη συναίσθηση του κινδύνου, αλλά και
της συναρπαστικής περιπέτειας που τώρα ξεκινά, ο ποιητής εφορμά με καινούρια
δύναμη (παρμένη από τη δεξαμενή της ψυχής του και από τα ανεπτυγμένα πλέον
αντιδραστήρια του εργαστηρίου του). Όπως κάθε φορά γνωρίζει ότι κινδυνεύει να
χάσει τα πάντα – η ποίηση και η τέχνη έχουν εκτός από ωδίνες, και οδύνες,
απώλεια και πόνο. Έχουν όμως και τη γέννα του καινούριου, τη συναρπαστική
πορεία μιας διεξόδου προς το φως, έστω κι αν κανείς πρέπει να περάσει από
κομμένες γέφυρες και σκοτεινές σήραγγες. Ο καλλιτέχνης-ποιητής ξεκινά. Πάλι.
Και μας καλεί μαζί του. Όχι απλά να δούμε. Αλλά να ακολουθήσουμε.
Τρέχει
στο χάσμα
που η γλώσσα
τιθασεύει
μ’ αρχέγονη
σφοδρότητα και
πάθος
το άφατο
και σκοτεινό της
γνώσης.
Από την Εγκάρσια
πτήση ( 1992-2008)
Δρ. Ιστορίας της Λογοτεχνίας ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΜΑΣΑΤΟΣ
------------------------------------------------------------------------------------------------------------